Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (Ελληνικά-Αγγλικά)
Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων
(ελληνική σειρά)
μπορείτε να ανεβάσετε το συνημμένο στην απάντηση 4 σε αυτό το link.
http://lexilogia.gr/forum/showthread...BA%CE%BF%CF%8D
Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
μη φέρον στοιχείο non-structrural element
αβεβαιότητα uncertainty
αγροτικές εκτάσεις farmland
αγωγός conduit
αδιαβροχοποίηση waterproofing
αδιαπέρατος impermeable
αδιάστατη συχνότητα nondimentional frequency
αερισμός ventilation
αεροδυναμική διέγερσης aerodynamic exciting
αεροδυναμική σήραγγα wind tunnel
αεροδυναμική συνάρτηση aerodynamic admittance
αεροελαστική αστάθεια aeroelastic instability
αεροπερατότητα permeability to the air
αεροστεγής air tightness
αίθουσες συναθροίσεων congregation areas
άκαμπτη κατασκευή rigid structure
άκαμπτο τοίχωμα stiff wall
ακρίβεια accuracy
ακτίνα radius
ακτίνα αδρανείας radius of gyration
ακτινοβολούμενη θερμοκρασία radiation temperature
αλλαγή κατεύθυνσης του ανέμου diversion of the wind
αλληλεπίδραση interaction
αλληλοτομία intersection
αλουμίνιο alluminium alloy
αμετατόπιστο χιόνι undrifted snow
αμμόλιθος sand stone
άμμος sand
άμμος από τούβλα brick sand
αμφίσημη unabingouous
αναβαθμίδα terrace
ανάγλυφο εδάφους terrain
αναθεώρηση revision
ανακρίβεια inaccuracy
ανάλυση statement
ανάλυση του λυγισμού buckling analysis
ανάντη επιφάνεια an upwind slope
αναπαράσταση representation
ανάπτυξη rise
αναρτώμενο χιόνι snow overhanging
αναστρέψιμος reversible
ανασυντάξεις feedback
ανάφλεξη compustion
ανάφλεξη ignition
----------------------------------------------------------------------------------------------
ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 2
Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
αναφλέξιμος compustible
αναφορά σε προδιαγραφές normative references
ανέγερση erection
ανελκυστήρας lift
ανεμοθύελλα wind storm
ανεμολογικός χάρτης wind map
άνεμος αναφοράς reference wind
ανεπένδυτη συγκολλημένη χαλύβδινη καμινάδα unlined welded steel stack
ανεπίχριστος unrendered
ανηρτημένη δοκός suspended beam
ανηρτημένη οροφή suspended ceiling
ανθεκτικότητα σε διάρκεια durability
ανθεκτικότητα στη διάρκεια του χρόνου durability
ανισόρροπη κατανομή unbalanced distribution
άνοιγμα span
ανοιγμένος ως προς scaled to
ανοχή tolerance
ανοχή σε βλάβες damage tolerance
αντικαταστάσιμος replaceable
αντικείμενο objective
αντικείμενο scope
αντικολλητά plywood
αντικολλητή ξυλεία plywood
αντικολλητή ξυλεία ακατέργαστης επιφάνειας raw plywood
αντιπροσωπευτικός representative
αντίραβδο αλλαγής τροχιάς guard rail
αντισεισμικός σχεδιασμός design for earthquake resistance
αντισεισμικός σχεδιασμός seismic design
αντίσταση resistance
αντίσταση στον άνεμο wind resistance
αντιστήριξη bracing support
αντίστροφος reciprocal
αντοχή mechanical resistance
αντοχή resistance
αντοχή strength
αντοχή σχεδιασμού design resistance
άντυγα embedding
άνυσμα vector
άνυσμα δύναμης force vector
ανυσματική δύναμη vectorial force
ανυψωτική δύναμη lift force
ανυψωτικός φορτωτής fork-lift truck
άνω upper
ανώτερη τιμή σχεδιασμού μόνιμης δράσης upper design value of a permanent
action
ανώτερος superior
αξιολόγηση appraisal
----------------------------------------------------------------------------------------------
ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 3
Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
αξιοπιστία reliability
άξονας στρέψης torsional axis
αξονική δύναμη axial force
άοπλο σκυρόδεμα plain concrete
απαιτήσεις requirements
απαλός shallow
άπειρη λυγηρότητα infinite slenderness
απλή δοκός (με κορμό) plain (web) beam
απλοποίηση simplification
από παρτίδα σε παρτίδα batch-to-batch
αποδεκτός κανόνας recognised rule
αποθηκευμένα υλικά stored materials
αποθήκευση stacking
αποθήκη warehouse
απόκλιση deviation
απόκλιση divergence
απόκλιση (βέλος κάμψεως) deflection
απόκριση response
απόκριση σε ανεμορριπή gust response
απόκριση συντονισμού resonant response
απόληξη eave
απομείωση reduction
απόσβεση damping
αποσβεστήρας damper
αποσβεστήρας ρυθμιζόμενης μάζας tuned mass damper
αποσβετική μείωση damping decrement
αποσταθεροποιητικός destabilizing
αποτελεσματική χρήση effective use
αποτελεσματικότητα effectiveness
αποτίμηση appraisal
αποτίμηση assesment
αποτίμηση assessing
αποτίμηση evaluation
απότομη αλλαγή abrupt change
απότομος steep
αποφλοιωμένο exfoliated
αποχετευτικό σύστημα drainage system
άποψη aspect
απώλεια ευστάθειας loss of stability
άργιλος clay
άρθρωση joint
αριθμητική τιμή numerical value
αριθμός Reynolds Reynolds number
αρμός joint
αρχές principles
αρχές σχεδιασμού basis of design
ασαφής κατανομή vague distribution
----------------------------------------------------------------------------------------------
ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 4
Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
ασβεστοκονίαμα lime mortar
ασβεστόλιθος, σκόνη limestone, powder
άσβεστος lime
ασβεστο-τσιμεντοκονίαμα lime-cement mortar
αστάθεια instability
αστάθεια καλπασμού galloping instability
αστική περιοχή urban area
αστοχία failure
αστοχία ultimate
ασφαλτικά road surfacing
ασφαλτική μαστίχη mastic asphalt
ασφαλτικό σκυρόδεμα (ασφαλτοσκυρόδεμα) asphaltic concrete
άσφαλτος "gussasphalt" gussasphalt
ατέλεια imperfection
αυστηρότητα stringency
αυτοδόνηση self vibration
αφρόξυλο softwood
αψιδωτή γέφυρα arch bridge
βαθμονόμηση calibration
βαθμός αξιοπιστίας degree of reliability
βαθμός μη-γραμμικότητας degree of non-linearity
βαθμωτό μέγεθος scalar
βαρύ σκυρόδεμα heavyweight
βάσεις basis
βάσεις του σχεδιασμού basis of design
βάση basis
βασικά στοιχεία για τον σχεδιασμό basis of design
βαφή painting
βέλος deflection
βεντονίτης bentonite
βεράντα terrace
βήμα φόρτισης loading path
βιομηχανικό κτίριο industrial building
βλάβη damage
βράχος rock
βραχυχρόνια δράση short-term action
βροχόπτωση rain fall
γαλβανισμένη χαλύβδινη επιφάνεια galvanised steel surface
γείσο μορφής σοφίτας wansard eave
γενική μετατόπιση gross displacement
γερανός bracing
γερανός crane
γέφυρα bridge
γέφυρα ποδηλάτων cycle track bridge
γεφυροδοκός bridge beam
γεωγραφικό πλάτος orographic lifting
γεωμετρικά στοιχεία geometric data
----------------------------------------------------------------------------------------------
ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 5
Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
γεωμετρικό δεδομένο geometrical data
γεωμετρικό μέσο ύψος weighted average height
γεωτεχνικός geotechnical
για ένταση εντός του επιπέδου ροής του ανέμου in-wind response
γκρεμός cliff
γόμφος dowel
γραμμική ελαστική linear-elastic
γραμμική παρεμβολή insertion
γραμμική παρεμβολή interpolation
γραμμική παρεμβολή linear interpolation
γραμμική συνάρτηση interpolation
γραμμικό φορτίο line load
γραμμικός linear
γυαλί, σε φύλλα glass, in sheets
γυαλισμένο μέταλλο polished metal
γυψοκονίαμα gypsum mortar
γύψος, σκόνη (τριμμένος) gypsum, ground
γωνία πρόσπτωσης fetch angle
γωνία πρόσπτωσης του ανέμου wind angle of attack
δάπεδο floor
δείκτης αξιοπιστίας reliability index
δεξαμενή tank
δεσμευμένη δράση fixed action
δεσπόζουσα δράση dominant action
δεσπόζουσα ιδιομορφή κατά μήκος του ανέμου fundamental alongwind modal
shape
δεσπόζουσα ιδιοσυχνότητα fundamental frequency
δευτερεύοντα στοιχεία ancillaries
δευτερεύουσα διάταξη subclause
δηλώνεται ειδικώς specifically stated
διαγραμμισμένη περιοχή hatched area
διαδικασίες Bayes Bayesian procedure
διαδοχική απόκριση in-line response
διαδρομή διαφυγής escape route
διάδρομος walkway
διακύμανση fluctuation
διακύμανση variation
διαμερισματοποίηση compartmentation
διανομή φορτίου load sharing
διαπερατή permeable
διαπερατότητα permeability
διάρκεια ζωής working life
διαρκείς καταστάσεις persistent situations
διαρροή yield
διαρρύθμιση alteration
διασπορά redistribution
διασπορά scatter
----------------------------------------------------------------------------------------------
ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 6
Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
διάστημα εμπιστοσύνης confidence level
διάστημα τοποθετήσεως spacing
διασύνδεση tying
διασφάλιση ποιότητας quality assurance
διάταξη arrangement
διάταξη clause
διάταξη format
διάταξη provision
διάταξη scheme
διάταξη αναλώσεως ενέργειας dissipative device
διάταξη φόρτισης load arrangenment
διάταξη φορτίων load arrangenment
διάτμηση shear
διατμητική τάση shear stress
διατμητικός σύνδεσμος shear bracing
διατομή behaviour
διατομή cross-section
διατομή με οξείες ακμές sharp edged section
διάτρητος φράχτης porous fence
διαφορές θερμοκρασίες thermal gradients
διαφορική θερμική διαστολή differing thermal expansion
διαφοροποιημένα επίπεδα αξιοπιστίας diferentiated reliability levels
διαφοροποίηση differentiation
διαχωριστικό partition
διαχωριστικός τοίχος boundary wall
διαχωριστικός τοίχος partition wall
διεγείρουσα δύναμη exciting force
διέγερση excitation
διέγερση wake
διέγερση από δίνες vortex excitation
διέγερση στην υπήνεμη πλευρά του δομήματος wake behind the structure
διεύθυνση των ινών grain direction
δικλινής στέγη duo pitched roof
δικτύωμα lattice structure
δικτύωμα triangulated structure
δικτύωμα truss
δικτύωμα truss girder
δικτυωτή κατασκευή lattice tower
δικτυωτός μεταλλικός πύργος lattice steel tower
διόρθωση amending
διορθωτικός παράγοντας correction factor
δίρριχτη στέγη; duopitch roof
δοκιμαστική φόρτιση proof loading
δοκιμαστικό πρότυπο prestandard
δοκιμές υπό κλίμακα testing of scale models
δοκιμή σε φυσική κλίμακα test on prototypes
δοκός beam
----------------------------------------------------------------------------------------------