Σε αρκετές χώρες τα κτίρια χρησιμοποιούν συχνά φέρουσες τοιχοποιίες και ποιο εύκαμπτο σκελετό (χάλυβα, ξύλο) και η τοιχοποιία γενικά παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην ακαμψία του κτιρίου (συνήθως υπολογίζονται φορτία ανέμων αντί σεισμών). Οπότε δίνεται προσοχή ακόμη και η θέση και η κατασκευή τοιχοποιίας (μη φέρουσας). Νομίζω ανάλογο ρόλο έπαιζε και στη παραδοσιακή Ελληνική αρχιτεκτονική, όπου τουλάχιστον οι κατασκευές 1ου ορόφου έιναι πολύ παρεμφερείς με ότι γινόταν & γίνεται ακόμη αλλού.

Στην Ελλάδα, γιατί αναφέρεται πως με τα σημερινά δεδομένα δεν παίζει ρόλο η τοιχοποιία? Η αλλαγές των κανονισμών έχουν ως αποτέλεσμα την υπερ-διαστασολόγηση και τη δημιουργία πολύ άκαμπτων συνδέσμων/ κατασκευών? Αυτό όμως δεν μεταφράζεται σε εξαιρετικά σπάταλη μέθοδο δόμησης?

Εντύπωση προξενούν τα τελευταία χρόνια οι διαστάσεις που παρατηρούνται ακόμη και σε μικρές κατασκευές με Φ.Ο. από σκυρόδεμα. Είναι πολύ μεγαλύτερες από αυτές σε παρόμοια κτίρια που υπάρχουν σε άλλες χώρες. Υπάρχουν πολλοί ποιο εύκολοι και φθηνοί τρόποι να αυξηθεί η ακαμψία ενός κτιρίου (π.χ χιαστί σύνδεσμοι / "bracing") οι οποίοι φαντάζομαι δεν θα έπιαναν τόπο στα Ελληνικά κτίρια λόγω υπερβολικού βάρους κατασκευής. π.χ άλλο να έχεις στύλους, δοκάρια & δάπεδα μεταλλικά ή ξύλινα που ζυγίζουν μερικές εκατοντάδες κιλά (ανά μ3) και άλλον να είναι από σκυρόδεμα, τούβλα, πέτρες, λάσπη και να ζυγίζουν 10δες τόνους ( ανά μ3). Μήπως κτίζουμε υπερβολικά ογκώδεις, ακριβές, ενεργοβόρες κατασκευές?