win2: Πρόγραμμα excel για οικοδομικές άδειες και εγκρίσεις εργασιών δόμησης μικρής κλίμακας
Αποτελέσματα: 1 έως 12 από σύνολο 12
  1. (επάνω) - Ανάρτηση #1
    Τεχνίτης
    Εργοδηγός Δομικών Εργων
    Το μέλος seismic δεν έχει Αβατάριο

    Εγγραφή
    02.12.2009
    Περιοχή
    ΙΟΣ ΚΥΚΛΑΔΕΣ
    Αναρτ.
    658
    Εύσημα

    έδωσε
    80
    έλαβε
    22
    Αρχεία

    Λήψεις
    0
    Ανέβασε
    0

    Προεπιλογή Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (Ελληνικά-Αγγλικά)

    Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων
    (ελληνική σειρά)
    μπορείτε να ανεβάσετε το συνημμένο στην απάντηση 4 σε αυτό το link.
    http://lexilogia.gr/forum/showthread...BA%CE%BF%CF%8D
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    μη φέρον στοιχείο non-structrural element
    αβεβαιότητα uncertainty
    αγροτικές εκτάσεις farmland
    αγωγός conduit
    αδιαβροχοποίηση waterproofing
    αδιαπέρατος impermeable
    αδιάστατη συχνότητα nondimentional frequency
    αερισμός ventilation
    αεροδυναμική διέγερσης aerodynamic exciting
    αεροδυναμική σήραγγα wind tunnel
    αεροδυναμική συνάρτηση aerodynamic admittance
    αεροελαστική αστάθεια aeroelastic instability
    αεροπερατότητα permeability to the air
    αεροστεγής air tightness
    αίθουσες συναθροίσεων congregation areas
    άκαμπτη κατασκευή rigid structure
    άκαμπτο τοίχωμα stiff wall
    ακρίβεια accuracy
    ακτίνα radius
    ακτίνα αδρανείας radius of gyration
    ακτινοβολούμενη θερμοκρασία radiation temperature
    αλλαγή κατεύθυνσης του ανέμου diversion of the wind
    αλληλεπίδραση interaction
    αλληλοτομία intersection
    αλουμίνιο alluminium alloy
    αμετατόπιστο χιόνι undrifted snow
    αμμόλιθος sand stone
    άμμος sand
    άμμος από τούβλα brick sand
    αμφίσημη unabingouous
    αναβαθμίδα terrace
    ανάγλυφο εδάφους terrain
    αναθεώρηση revision
    ανακρίβεια inaccuracy
    ανάλυση statement
    ανάλυση του λυγισμού buckling analysis
    ανάντη επιφάνεια an upwind slope
    αναπαράσταση representation
    ανάπτυξη rise
    αναρτώμενο χιόνι snow overhanging
    αναστρέψιμος reversible
    ανασυντάξεις feedback
    ανάφλεξη compustion
    ανάφλεξη ignition
    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 2
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    αναφλέξιμος compustible
    αναφορά σε προδιαγραφές normative references
    ανέγερση erection
    ανελκυστήρας lift
    ανεμοθύελλα wind storm
    ανεμολογικός χάρτης wind map
    άνεμος αναφοράς reference wind
    ανεπένδυτη συγκολλημένη χαλύβδινη καμινάδα unlined welded steel stack
    ανεπίχριστος unrendered
    ανηρτημένη δοκός suspended beam
    ανηρτημένη οροφή suspended ceiling
    ανθεκτικότητα σε διάρκεια durability
    ανθεκτικότητα στη διάρκεια του χρόνου durability
    ανισόρροπη κατανομή unbalanced distribution
    άνοιγμα span
    ανοιγμένος ως προς scaled to
    ανοχή tolerance
    ανοχή σε βλάβες damage tolerance
    αντικαταστάσιμος replaceable
    αντικείμενο objective
    αντικείμενο scope
    αντικολλητά plywood
    αντικολλητή ξυλεία plywood
    αντικολλητή ξυλεία ακατέργαστης επιφάνειας raw plywood
    αντιπροσωπευτικός representative
    αντίραβδο αλλαγής τροχιάς guard rail
    αντισεισμικός σχεδιασμός design for earthquake resistance
    αντισεισμικός σχεδιασμός seismic design
    αντίσταση resistance
    αντίσταση στον άνεμο wind resistance
    αντιστήριξη bracing support
    αντίστροφος reciprocal
    αντοχή mechanical resistance
    αντοχή resistance
    αντοχή strength
    αντοχή σχεδιασμού design resistance
    άντυγα embedding
    άνυσμα vector
    άνυσμα δύναμης force vector
    ανυσματική δύναμη vectorial force
    ανυψωτική δύναμη lift force
    ανυψωτικός φορτωτής fork-lift truck
    άνω upper
    ανώτερη τιμή σχεδιασμού μόνιμης δράσης upper design value of a permanent
    action
    ανώτερος superior
    αξιολόγηση appraisal
    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 3
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    αξιοπιστία reliability
    άξονας στρέψης torsional axis
    αξονική δύναμη axial force
    άοπλο σκυρόδεμα plain concrete
    απαιτήσεις requirements
    απαλός shallow
    άπειρη λυγηρότητα infinite slenderness
    απλή δοκός (με κορμό) plain (web) beam
    απλοποίηση simplification
    από παρτίδα σε παρτίδα batch-to-batch
    αποδεκτός κανόνας recognised rule
    αποθηκευμένα υλικά stored materials
    αποθήκευση stacking
    αποθήκη warehouse
    απόκλιση deviation
    απόκλιση divergence
    απόκλιση (βέλος κάμψεως) deflection
    απόκριση response
    απόκριση σε ανεμορριπή gust response
    απόκριση συντονισμού resonant response
    απόληξη eave
    απομείωση reduction
    απόσβεση damping
    αποσβεστήρας damper
    αποσβεστήρας ρυθμιζόμενης μάζας tuned mass damper
    αποσβετική μείωση damping decrement
    αποσταθεροποιητικός destabilizing
    αποτελεσματική χρήση effective use
    αποτελεσματικότητα effectiveness
    αποτίμηση appraisal
    αποτίμηση assesment
    αποτίμηση assessing
    αποτίμηση evaluation
    απότομη αλλαγή abrupt change
    απότομος steep
    αποφλοιωμένο exfoliated
    αποχετευτικό σύστημα drainage system
    άποψη aspect
    απώλεια ευστάθειας loss of stability
    άργιλος clay
    άρθρωση joint
    αριθμητική τιμή numerical value
    αριθμός Reynolds Reynolds number
    αρμός joint
    αρχές principles
    αρχές σχεδιασμού basis of design
    ασαφής κατανομή vague distribution
    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 4
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    ασβεστοκονίαμα lime mortar
    ασβεστόλιθος, σκόνη limestone, powder
    άσβεστος lime
    ασβεστο-τσιμεντοκονίαμα lime-cement mortar
    αστάθεια instability
    αστάθεια καλπασμού galloping instability
    αστική περιοχή urban area
    αστοχία failure
    αστοχία ultimate
    ασφαλτικά road surfacing
    ασφαλτική μαστίχη mastic asphalt
    ασφαλτικό σκυρόδεμα (ασφαλτοσκυρόδεμα) asphaltic concrete
    άσφαλτος "gussasphalt" gussasphalt
    ατέλεια imperfection
    αυστηρότητα stringency
    αυτοδόνηση self vibration
    αφρόξυλο softwood
    αψιδωτή γέφυρα arch bridge
    βαθμονόμηση calibration
    βαθμός αξιοπιστίας degree of reliability
    βαθμός μη-γραμμικότητας degree of non-linearity
    βαθμωτό μέγεθος scalar
    βαρύ σκυρόδεμα heavyweight
    βάσεις basis
    βάσεις του σχεδιασμού basis of design
    βάση basis
    βασικά στοιχεία για τον σχεδιασμό basis of design
    βαφή painting
    βέλος deflection
    βεντονίτης bentonite
    βεράντα terrace
    βήμα φόρτισης loading path
    βιομηχανικό κτίριο industrial building
    βλάβη damage
    βράχος rock
    βραχυχρόνια δράση short-term action
    βροχόπτωση rain fall
    γαλβανισμένη χαλύβδινη επιφάνεια galvanised steel surface
    γείσο μορφής σοφίτας wansard eave
    γενική μετατόπιση gross displacement
    γερανός bracing
    γερανός crane
    γέφυρα bridge
    γέφυρα ποδηλάτων cycle track bridge
    γεφυροδοκός bridge beam
    γεωγραφικό πλάτος orographic lifting
    γεωμετρικά στοιχεία geometric data
    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 5
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    γεωμετρικό δεδομένο geometrical data
    γεωμετρικό μέσο ύψος weighted average height
    γεωτεχνικός geotechnical
    για ένταση εντός του επιπέδου ροής του ανέμου in-wind response
    γκρεμός cliff
    γόμφος dowel
    γραμμική ελαστική linear-elastic
    γραμμική παρεμβολή insertion
    γραμμική παρεμβολή interpolation
    γραμμική παρεμβολή linear interpolation
    γραμμική συνάρτηση interpolation
    γραμμικό φορτίο line load
    γραμμικός linear
    γυαλί, σε φύλλα glass, in sheets
    γυαλισμένο μέταλλο polished metal
    γυψοκονίαμα gypsum mortar
    γύψος, σκόνη (τριμμένος) gypsum, ground
    γωνία πρόσπτωσης fetch angle
    γωνία πρόσπτωσης του ανέμου wind angle of attack
    δάπεδο floor
    δείκτης αξιοπιστίας reliability index
    δεξαμενή tank
    δεσμευμένη δράση fixed action
    δεσπόζουσα δράση dominant action
    δεσπόζουσα ιδιομορφή κατά μήκος του ανέμου fundamental alongwind modal
    shape
    δεσπόζουσα ιδιοσυχνότητα fundamental frequency
    δευτερεύοντα στοιχεία ancillaries
    δευτερεύουσα διάταξη subclause
    δηλώνεται ειδικώς specifically stated
    διαγραμμισμένη περιοχή hatched area
    διαδικασίες Bayes Bayesian procedure
    διαδοχική απόκριση in-line response
    διαδρομή διαφυγής escape route
    διάδρομος walkway
    διακύμανση fluctuation
    διακύμανση variation
    διαμερισματοποίηση compartmentation
    διανομή φορτίου load sharing
    διαπερατή permeable
    διαπερατότητα permeability
    διάρκεια ζωής working life
    διαρκείς καταστάσεις persistent situations
    διαρροή yield
    διαρρύθμιση alteration
    διασπορά redistribution
    διασπορά scatter
    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 6
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    διάστημα εμπιστοσύνης confidence level
    διάστημα τοποθετήσεως spacing
    διασύνδεση tying
    διασφάλιση ποιότητας quality assurance
    διάταξη arrangement
    διάταξη clause
    διάταξη format
    διάταξη provision
    διάταξη scheme
    διάταξη αναλώσεως ενέργειας dissipative device
    διάταξη φόρτισης load arrangenment
    διάταξη φορτίων load arrangenment
    διάτμηση shear
    διατμητική τάση shear stress
    διατμητικός σύνδεσμος shear bracing
    διατομή behaviour
    διατομή cross-section
    διατομή με οξείες ακμές sharp edged section
    διάτρητος φράχτης porous fence
    διαφορές θερμοκρασίες thermal gradients
    διαφορική θερμική διαστολή differing thermal expansion
    διαφοροποιημένα επίπεδα αξιοπιστίας diferentiated reliability levels
    διαφοροποίηση differentiation
    διαχωριστικό partition
    διαχωριστικός τοίχος boundary wall
    διαχωριστικός τοίχος partition wall
    διεγείρουσα δύναμη exciting force
    διέγερση excitation
    διέγερση wake
    διέγερση από δίνες vortex excitation
    διέγερση στην υπήνεμη πλευρά του δομήματος wake behind the structure
    διεύθυνση των ινών grain direction
    δικλινής στέγη duo pitched roof
    δικτύωμα lattice structure
    δικτύωμα triangulated structure
    δικτύωμα truss
    δικτύωμα truss girder
    δικτυωτή κατασκευή lattice tower
    δικτυωτός μεταλλικός πύργος lattice steel tower
    διόρθωση amending
    διορθωτικός παράγοντας correction factor
    δίρριχτη στέγη; duopitch roof
    δοκιμαστική φόρτιση proof loading
    δοκιμαστικό πρότυπο prestandard
    δοκιμές υπό κλίμακα testing of scale models
    δοκιμή σε φυσική κλίμακα test on prototypes
    δοκός beam
    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    Τελευταία επεξεργασία από τον χρήστη seismic : 01.12.2013 στις 20:15

  2. (επάνω) - Ανάρτηση #2
    Τεχνίτης
    Εργοδηγός Δομικών Εργων
    Το μέλος seismic δεν έχει Αβατάριο

    Εγγραφή
    02.12.2009
    Περιοχή
    ΙΟΣ ΚΥΚΛΑΔΕΣ
    Αναρτ.
    658
    Εύσημα

    έδωσε
    80
    έλαβε
    22
    Αρχεία

    Λήψεις
    0
    Ανέβασε
    0

    Προεπιλογή

    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 7
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    δοκός girder
    δόμημα structure
    δόμημα από ξύλο timber structure
    δόμημα από σκυρόδεμα concrete structure
    δόμημα από τοιχοποιία masonry structure
    δόμημα από χάλυβα steel structure
    δόμημα στην ανοικτή θάλασσα offshore mounted structure
    δόμημα υπό μορφή προβόλου cantilevered structure
    δόμηση construction
    δομητική ακεραιότητα structural integrity
    δομητική ανάλυση structural analysis
    δομητική απόκριση structural response
    δομητική ασφάλεια structural safety
    Δομητικοί Ευρωκώδικες Structrural Eurocodes
    δομητικός σχεδιασμός structrural design
    δομητικός τύπος structural type
    δομικό υλικό construction material
    δομικό υλικό structrural material
    δόνηση vibration
    δοχείο tank
    δοχείο αποσβέσεως sloshing tank
    δράσεις ατυχημάτων accidental actions
    δράση action
    δράση ανατροπής (απώλειας ευστάθειας) destabilizing action
    δράση ανεμορριπής gust load
    δράση απώλειας ευστάθειας destabilizing action
    δράση με πολλές συνιστώσες multi-component action
    δράση προέκτασης presressing action
    δράση πυρκαγιάς fire action
    δρόμοι γεφυρών road bridge
    δρω κάθετα act normal
    δρων effective
    δύναμη force
    δύναμη load
    δύναμη αδράνειας inertia force
    δύναμη ανύψωσης lift force
    δύναμη αποσταθεροποίησης destabilizing action
    δύναμη στροβιλισμού vortex exciting force
    δύναμη τριβής friction force
    δυναμικά φορτία impact snow loads
    δυναμική αλληλεπίδραση dynamic interference effect
    δυναμική δράση dynamic action
    δυναμική ένταση resonant component
    δυναμική επαύληση dynamic magnification
    δυναμική φόρτιση dynamic force
    δυναμικό βέλος dynamic deflection
    δύο ευθείες bilinear line
    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 8
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    δύσκαμπτος stiff
    δυσκαμψία rigidity
    δυσκαμψία stiffness
    δυσλειτουργία malfunction
    δυστρεψία torsional stiffness
    Έγγραφο Εθνικής Εφαρμογής National Application Document
    (NAD)
    εγγύτητα proximity
    εγκάρσια διεύθυνση crosswind direction
    εγκάρσια καμπτική παραμόρφωση transverse bending mode
    εγκάρσια στη διεύθυνση του ανέμου crosswind
    εγκάρσια ταλάντωση crosswind vibration
    εγκάρσιες ταλαντώσεις vortex shedding
    εγκαταστάσεις sercvices
    εγκατάσταση installation
    εγκατάσταση παραγωγής plant
    Εγκύκλιος Εθνικής Εφαρμογής National Application Document
    (NAD)
    εδαφική ανωμαλία topographic feature
    έδαφος ground
    έδαφος soil
    έδαφος terrain
    Εθνική Ζώνη National Zone
    Εθνικό Κείμενο Εφαρμογής National Application Document
    (NAD)
    ειδική θερμότητα specific heat
    ειδικό βάρος bulk weight density
    ειδικό βάρος unit weight
    ειδικό βάρος weight density
    ειδικοί όροι special terms
    είδος του ξύλου species
    είδος φορέα form of structure
    εκβολή ποταμού estuary
    εκδήλωση πυρκαγιάς outbreak of fire
    έκθεση σε πυρκαγιά exposure to fire
    εκθέτης exponent
    εκθετική κλίμακα integral length scale
    εκκεντρότητα eccentricity
    εκκεντρότητα δύναμης eccentricity of a force
    έκρηξη explosion
    εκτέλεση execution
    εκτίμηση appraisal
    εκτίμηση assesment
    εκτροπή, ανάκλαση deflection
    έκφραση expression
    έκχυση δινών vortex shedding
    έκχυση δινών που προκαλούν συντονισμό resonant vortex shedding
    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 9
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    έλασμα plate
    ελατήριο spring
    ελαφρύ σκυρόδεμα lightweight concrete
    έλεγχος control
    έλεγχος verification
    έλεγχος ποιότητας quality control
    ελεύθερα καιόμενης πυρκαγιάς free burning fire
    ελεύθερα ύδατα free water
    ελεύθερη δράση free action
    ελεύθερος διαχωριστικός τοίχος free-standing boundary wall
    ελμινθουργήματα (σκωληκοειδή κατασκευάσματα) vermiculite
    έμμεσος implicit
    έμμεσος indirect
    εμπλεκόμενοι κανονισμοί normative references
    εμπόδιο obstruction
    εμπόδιο ασφαλείας safety barrier
    εναλλαγή alternative
    εναλλακτική επιλογή alternative
    εναρμονισμένη τεχνική προδιαγραφή harmonised technical specification
    εναρμονισμένος τεχνικός κανόνας harmonised technical rule
    ενέργεια action
    ενέργεια σχεδιασμού design energy
    ενεργητικά προστατευτικά μέτρα active fire protection measures
    ενεργό active
    ενεργό ύψος equivalent height
    ενεργός effective
    ενισχυμένο και προεντεταμένο σκυρόδεμα reinforced and prestressed concrete
    ενίσχυση strengthening
    ενισχυτικό έλασμα gusset plate
    ενισχυτικός δακτύλιος stiffening ring
    εν-προβόλω δόμηση cantilevered
    ένταση intensity
    ένταση likelihood
    ένταση της τύρβης turbulence intensity
    ένταση του φορτίου load intensity
    εντατικό μέγεθος effect of action
    εντός και εκτός εργοταξίου on and off-site
    εξαγωγή derivation
    εξαναγκασμένη έλξη forced draught
    εξάπλωση πυρκαγιάς spread of fire
    έξαρση escarpment
    εξειδίκευση skill
    εξίσωση equation
    εξοπλισμός αερισμού ventilating equipment
    εξοπλισμός θέρμανσης heating equipment
    εξοπλισμός κλιματισμού conditioning equipment
    εξωτερική καμπύλη πυρκαγιάς external fire curve
    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 10
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    επαλήθευση verification
    επαλήθευση verifying
    επαναλαμβανόμενη περίοδος return period
    επαναληπτική διαδικασία iterative process
    επενδεδυμένη μεταλλική καμινάδα lined steel chimney
    επενδύσεις τοίχων wall cladding
    επένδυση cladding
    επένδυση liner
    επένδυση lining
    επένδυση όψης cladding unit
    Επεξηγηματικό Κείμενο Interpretative Document
    επί τόπου in situ
    επί τόπου διάστρωση cast in place
    επί τόπου σύνδεση erection on site
    επί τόπου τεχνουργία workmanship on site
    επιβαλλόμενη επιτάχυνση imposed acceleration
    επιβαλλόμενη παραμόρφωση imposed deformation
    επιβαλλόμενο φορτίο imposed load
    επιβαρυμένο φορτίο imposed load
    επιβεβαίωση confirming
    επιβεβλημένο φορτίο imposed load
    επίβλεψη supervision
    επίδοση performance
    επίδραση action
    επιθεώρηση inspection
    επιμέρους συντελεστής partial factor
    επιμέρους συντελεστής ασφαλείας partial factor
    επιμήκης κατασκευή elongated structure
    επίπεδο storey
    επίπεδη στέγη-δώμα flat roof
    επίπεδο δικτύωμα plane lattice frame
    επίπεδο εργασίας workmanship
    επίπλωση furnishing
    επιπτώσεις στρογγυλεύσεων round off effects
    επιρροή influence
    επίσημα σχόλια formal comments
    επισκευασιμότητα repairability
    επισκευή repair
    επισκεψιμότητα inspectability
    επιστρώσεις surfacing
    επίστρωση coating
    επιτάχυνση acceleration
    επιτελεστικότητα performance
    επιτόπου σκυροδέτηση cast in place
    επιφάνεια skin
    επιφάνεια αναφοράς reference area
    επιφάνεια κάτοψης floor area
    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 11
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    επίχρισμα coating
    εποχικός συντελεστής temporary factor
    επώνυμος nominal
    εργοτάξιο site
    έργα Πολιτικού Μηχανικού civil engineering work
    εργασίες operations
    εργολάβος contractor
    εργοτάξιο on site
    εσωτερικές τάσεις internal stresses
    εσωτερική επιφάνεια lining
    εσωτερική συνοχή consistency
    εύκαμπτο δόμημα slender structure
    ευκαμψία flexibility
    εύρος amplitude
    εύρος δέσμης bandwindth
    εύρος ταλάντωσης vibration amplitude
    εύρος ταλάντωσης εγκάρσια προς τον άνεμο cross wind amplitude
    ευρωκώδικας eurocode
    ευρωκώδικας κατασκευών structrural eurocode
    ευρωστία robustness
    ευστάθεια stability
    εφαπτόμενη tangent
    εφαρμοσμένοι κανονισμοί application rules
    εφέδρανο bearing
    εφελκυσμός tension
    εφελκυστική αντοχή tensile strength
    ζελατίνη cellulosic
    ζώνη συνεισφοράς tributary zone
    ήλος bolt
    ήπιες καιρικές συνθήκες calm air conditions
    ήπιος άνεμος calm air
    ηχομόνωση sound insulation
    θέμα δομικής συμπεριφοράς structural aspect
    θεμέλια footing
    θεμελιώδης fundamental
    θεμελιώδης απαίτηση fundamental requirement
    θεμελιώδης ιδιοσυχνότητα fundamental frequency
    θεμελίωση foundation
    θερμαντική ενέργεια calorific energy
    θερμή ασφαλτόστρωση κυλινδρισμένη hot rolled asphalt
    θερμικές διαφορές thermal gradients
    θερμικές κλίσεις thermal gradients
    θερμική αγωγιμότητα thermal conductivity
    θερμική ακτινοβολία thermal radiation
    θερμική δράση thermal action
    θερμική μετάδοση heat transfer
    θερμική μόνωση thermal insulation
    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 12
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    θερμική ροή δια ακτινοβολίας radiative heat flux
    θερμοκρασιακή ανάλυση temperature analysis
    θερμοκρασιακή διαστολή thermal expansion
    θερμοκρασιακή παραμόρφωση thermal deformation
    θερμομόνωση thermal insulation
    θλιπτική τάση πέλματος flange compression stress
    θλίψη compression
    θολωτή στέγη vaulted roof
    θραύση rupture
    ίδιο βάρος self-weight
    ιδιομορφή mode
    ιδιομορφία modal shape
    ιδιοσυχνότητα eigen frequency
    ιδιοσυχνότητα natural frequency
    ιδιότητα υλικού material property
    ικανότητα ακτινοβολίας resultant emissivity
    ικανότητα ακτινοβολίας resultant emissivity
    ικανότητα ανάληψης φορτίου load bearing resistance
    ικρίωμα scaffolding
    ινοσανίδα μέτριας πυκνότητας medium density fibreboard
    ινοσανίδες (ινοπλάκες) κατασκευών fibre building board
    ιξώδες viscocity
    ισαπέχουσες καμπύλες equidistant curves
    ισοδύναμη λυγηρότητα effective slenderness
    ισοδύναμη στατική φόρτιση της ανεμορριπής quasi-static gust load
    ισοδύναμος χρόνος έκθεσης σε πυρκαγιά equivalent time of fire exposure
    ιστορικό background
    ιστός mast
    ιστός με επιτόνους guyed mast
    ισχύς status
    κάγκελο hand rail
    καθαρή επιφάνεια net area
    καθαρή θερμαντική αξία net calorific value
    καθαρή ροή θερμότητας net heat flux
    καθίζηση settlement
    καθοδήγηση guidance
    καθορισμένη τιμή για την ορική κατάσταση λειτουργικότητας fixed value in serviceability limit
    state
    καθορισμός του φορτίου load arrangenment
    καθΆ ύψος μεταβολή profile
    καιρικά συστήματα weather systems
    καιρικές αντιστάσεις weather resistances
    καλπασμός interference
    καλπασμός αλληλεπίδρασης interference galloping
    καλπασμός από παρεμβολή interference galloping
    κάλυμμα covering
    καλώδιο cable
    ----------------------------------------------------------------------------------------------

  3. (επάνω) - Ανάρτηση #3
    Μηχανικός
    Πολιτικός Μηχανικός
    Το Αβατάριο του μέλους Civilian
    Εγγραφή
    29.10.2009
    Περιοχή
    Λειψία
    Αναρτ.
    26
    Εύσημα

    έδωσε
    2
    έλαβε
    4
    Αρχεία

    Λήψεις
    50
    Ανέβασε
    0

    Προεπιλογή

    Υπάρχει αντίστοιχο ευρετήριο και στα Γερμανικά;
    Great minds discuss ideas, average minds discuss events, small minds discuss people.

  4. (επάνω) - Ανάρτηση #4
    Τεχνίτης
    Εργοδηγός Δομικών Εργων
    Το μέλος seismic δεν έχει Αβατάριο

    Εγγραφή
    02.12.2009
    Περιοχή
    ΙΟΣ ΚΥΚΛΑΔΕΣ
    Αναρτ.
    658
    Εύσημα

    έδωσε
    80
    έλαβε
    22
    Αρχεία

    Λήψεις
    0
    Ανέβασε
    0

    Προεπιλογή

    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 13
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    καλώδιο ανάρτησης suspended cable
    καλώδιο με νήμα stranded cable
    καλωδιωτή γέφυρα cable stayed bridge
    καμινάδα chimney
    καμινάδα stack
    καμινάδα από οπλισμένο σκυρόδεμα reinforced concrete chimney
    κάμπος lowland
    καμπτική αντοχή bending resistance
    καμπτικός flexural
    καμπύλη υδρογονάνθρακα hydrocarbon curve
    καμπύλο γείσο curved eave
    κάμψη bending
    κανόνας εφαρμογής application rule
    κανόνας σχεδιασμού design rule
    κανόνας της τέχνης workmanship
    κανονική κατανομή normal distribution
    κανονική πολυγωνική διατομή regular polygonal section
    κανονικού βάρους σκυρόδεμα normal weight
    κανονισμός regulation
    κανονισμός standard
    κανονισμός σχεδιασμού design rule
    κανονιστικές αναφορές normative references
    κασσιτερόχαλκος-ορείχαλκος bronze
    κατά μήκος διάσταση alongwind dimension
    κατά μήκος διεύθυνση alongwind direction
    κατά μήκος δύναμη ανέμου longitundinal load
    κατά μήκος επιτάχυνση alongwind acceleration
    κατά μήκος μετατόπιση alongwind displacement
    κατά μήκος ταλαντώσεως alongwind vibration
    κατακόρυφη διεύθυνση vertical direction
    κατάλογος schedule
    κατανομή distribution
    κατανομή lognormal lognormal distribution
    κατανομή ακροτάτων τιμών extreme value distribution
    κατανομή μάζας mass distribution
    κατάντη κλίση downwind slope
    κατάρρευση collapse
    κατασκευαστικές λεπτομέρειες structural detailing
    κατασκευαστική εργασία construction operation
    κατασκευαστικό προϊόν construction product
    κατασκευαστικός κανόνας detailing rule
    κατασκευαστικός σχεδιασμός structural design
    κατασκευή construction work
    κατασκευή structure
    κατασκευή εξ οπτολίνθου και λιθοδομής masonry structure
    κατάσταση situation
    κατάσταση μετά την πυρκαγιά post-fire situation
    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 14
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    κατάσταση σχεδιασμού design situation
    κατάσταση σχεδιασμού έναντι πυρκαγιάς fire design situation
    καταστροφικά φαινόμενα hazards
    κατάστρωμα deck
    κατάστρωμα γέφυρας bridge deck
    κατατάξεις classifications
    κατατομή profile
    κατεργασμένος σίδηρος iron, wrought
    κατευθυντήρια οδηγία guideline
    κατηγορία εδάφους terrain category
    κατηγορίες τυπικής πυραντίστασης standard fire resistance rating
    κατοικία dwelling
    κατοικία dwelling house
    κάτοψη plan
    κατώτερος inferior
    κείμενο αναφοράς reference document
    κείμενο καθοδήγησης guidance document
    Κείμενο Κρατικής Εφαρμογής National Application Document
    (NAD)
    κεκλιμένη στέγη pitched roof
    κεκλιμένος inclined
    κέλυφος shell
    κενά voids
    κέντρο βάρους centre of gravity
    κιγκλίδωμα hand rail
    κίνδυνοι hazards
    κίνδυνοι hazards
    κινηματικό ιξώδες kinematic viscosity
    κινητό φορτίο traffic load
    κλάση class
    κλασσικός καλπασμός classical galloping
    κλίμακα scale
    κλιμακοστάσιο stair
    κλιματολογική περιοχή climatic region
    κλίση inclination
    κλίση pitch
    κλίση slope
    κλίση ανάντη upwind slope
    κλίση στέγης pitch angle
    κλίση της στέγης pitch of roof
    κοινοί όροι common terms
    κόκκος granule
    κομβικό σημείο node point
    κόμβος node
    κονίαμα mortar
    κονιορτοποιημένος (αναδευμένος, αναταραγμένος) shaken down
    κόπωση fatigue
    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 15
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    κόπωση fatigue loading
    κορμός web
    κορυφή crest
    κορυφή υποστυλώματος column head
    κορφιάς ridge
    κορωνίδα apex
    κράμα αλουμινίου aluminium alloy
    κρεμαστή γέφυρα arch suspension bridge
    κρεμαστή γέφυρα cable supported bridge
    κρεμαστή γέφυρα suspension bridge
    κρεμαστή δεξαμενή suspended tank
    κρίσιμη μονάδα critical unit
    κρίσιμος critical
    κριτήρια criteria
    κρούση impact
    κτίρια το ένα πίσω από το άλλο buildings in tandem
    κτιριακό έργο building work
    κτίριο building
    κτίριο building structure
    κτίριο κατοικίας dwelling house
    κτίριο μεγάλου ύψους high-rise building
    κτίριο ορθογωνικής κάτοψης rectangular plan building
    κτιριοδομικός κανονισμός building code
    κυκλικός κύλινδρος circular cylinder
    κύκλος τάσεως stress cycle
    κύκλος φόρτισης stress cycle
    κυκλοφοριακά φορτία traffic load
    κύκλωμα διανομής distribution conduit
    κυλινδρικό κέλυφος cylindrical shell
    κυλινδρικό πλαίσιο cylindrical shell
    κυλιόμενες σκάλες moving stairways
    κύμα wave
    κυμαινόμενα φορτία fluctuating loads
    κυματισμός ripple
    κύρια principal
    Κύρια Κατάταξη Principal Classification
    κυρτή καμπυλότητα convex curvature
    κωδικοποίηση codification
    κωδωνοστάσιο bell tower
    λειτουργία function
    λειτουργία functioning
    λειτουργία ανάληψης φορτίου load bearing function
    λειτουργία διαχωρισμού separative action
    λειτουργικό φορτίο operating load
    λειτουργικότητα performance
    λειτουργικότητα serciceability
    λίθινη κατασκευή masonry structure
    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 16
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    λόγος Poisson Poisson ratio
    λόγος ανοίγματος span ratios
    λόγος πληρότητας solidity ratio
    λυγηρότητα slenderness
    μαγνησίτης / ανθρακικό μαγνήσιο, τριμμένο magnesite, ground
    μάζα ανά μονάδα όγκου unit mass
    μακροχρόνια δράση long-term action
    μαλακή ινοσανίδα softboard
    μαύρο σώμα black body
    με συνδέσεις συγκολλητές jointed together with adhesives
    μέγεθος magnitude
    μεγεθυντικό φαινόμενο magnification effect
    μέγιστο επιτρεπόμενο φορτίο maximum permitted load
    μέθοδος αξιοπιστίας πρώτης τάξης first order reliability method
    μέθοδος αποτίμησης method of assesment
    μέθοδος κατασκευής method of construction
    μέθοδος μέτρησης της αδιάλειπτης ροής rainflow counting method
    μέθοδος μέτρησης της δεξαμενής reservoir counting method
    μέθοδος ολοκλήρωσης integration method
    μέθοδος των επιμέρους συντελεστών partial factor method
    μειωτικός παράγων reduction factor
    μειωτικός συντελεστής reduction factor
    μελέτη design
    μελετητής designer
    μεμονωμένη δράση single action
    μεμονωμένος λόφος isolated hill
    μερικός συντελεστής ασφαλείας partial safety factor
    μέση απόκριση background response
    μέση τιμή mean value
    μέσο του ανοίγματος widspan
    μεσοχρόνια δράση medium-term action
    μετά την κατασκευή resultant emissivity
    μεταβατική ζώνη transition zone
    μεταβλητή variable
    μεταβλητή δράση variable action
    μεταβλητή κατάσταση transient situation
    μεταβλητός transient
    μεταβλητότητα variability
    μετάδοση θερμότητας με συναγωγή convective heat transfer
    μεταλλική καμινάδα με επένδυση από τοιχοποιία brick lined steel chimney
    μετατόπιση displacement
    μετατοπισμένο φορτίο drift load
    μετατροπή conversion
    μετατροπή transformation
    μεταφορική ιδιοσυχνότητα translational natural frequency
    μετένταση post-tensioning
    μέτρα αποκατάστασης remedial measures
    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 17
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    μέτρο δυσκαμψίας measure of rigidity
    μέτρο ελαστικότητας modulus of elasticity
    μέτρο ελαστικότητας Young's modulus
    μέτρο ολίσθησης συνδέσμου slip modulus
    μη αναστρέψιμος irreversible
    μη αντηχητικός non resonant
    μη σκληρυθέν σκυρόδεμα unhardened concrete
    μη συμμετρική κατανομή non-symmetrical distribution
    μη- φέροντα στοιχεία non-structural elements
    μη-γραμμική non-linear
    μη-γραμμική ανάλυση non-linear analysis
    μη-καταστροφικός non-destructive
    μήκος ανάπτυξης κυματισμού fetch upwind
    μήκος συσσώρευσης drift length
    μήκος συσχετίσεως correlation length
    μήκος της επιφάνειας συσσώρευσης χιονιού length of snow drift
    μηχανή κυλινδρισμού rolling engine
    μηχάνημα machine
    μηχάνημα machinery
    μηχανική πυρασφάλειας fire safety engineering
    μηχανικός σύνδεσμος mechanical fastener
    μηχανογράφηση computation
    μηχανοκίνητη γέφυρα mechanically-moveable bridge
    μίγμα αδρανών για σκυρόδεμα aggregate for concrete crude
    μικροδιόρθωση minor repair
    μικτή επιφάνεια gross area
    μικτό βάρος gross weight
    μνημειώδη κτιριακά δομήματα monumental building structures
    μονάδα επιφάνειας unit area
    μονάδα -προς-μονάδα unit-by-unit
    μοναδική δράση single action
    μόνιμη δράση permanent action
    μόνιμη κατάσταση persistent situation
    μόνιμος persistent
    μονοκλινής στέγη monopitch roof
    μονόρριχτη στέγη monopitch roof
    μοντέλο model
    μοντέλο ανάλυσης analytical model
    μοντέλο υπολογισμού calculation model
    μόνωση insulation
    μοριοσανίδες particle boards
    μοριοσανίδες από πλανίσματα (στρώσεις οδοντωτώς
    συγκολλημένες και προσανατολισμένες)
    flakeboard, oriented strand board,
    waferboard
    μοριοσανίδες με συγκολλητικό τσιμεντοκονία, τσιμεντοσανίδες cement-bonded particleboard
    μοριοσανίδες πολύ χαμηλής πυκνότητας, τεμαχιοσανίδες chipboard
    μορφή form
    μορφή mode

    ----------------------------------------------------------------------------------------------

  5. (επάνω) - Ανάρτηση #5
    Τεχνίτης
    Εργοδηγός Δομικών Εργων
    Το μέλος seismic δεν έχει Αβατάριο

    Εγγραφή
    02.12.2009
    Περιοχή
    ΙΟΣ ΚΥΚΛΑΔΕΣ
    Αναρτ.
    658
    Εύσημα

    έδωσε
    80
    έλαβε
    22
    Αρχεία

    Λήψεις
    0
    Ανέβασε
    0

    Προεπιλογή

    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 13
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    καλώδιο ανάρτησης suspended cable
    καλώδιο με νήμα stranded cable
    καλωδιωτή γέφυρα cable stayed bridge
    καμινάδα chimney
    καμινάδα stack
    καμινάδα από οπλισμένο σκυρόδεμα reinforced concrete chimney
    κάμπος lowland
    καμπτική αντοχή bending resistance
    καμπτικός flexural
    καμπύλη υδρογονάνθρακα hydrocarbon curve
    καμπύλο γείσο curved eave
    κάμψη bending
    κανόνας εφαρμογής application rule
    κανόνας σχεδιασμού design rule
    κανόνας της τέχνης workmanship
    κανονική κατανομή normal distribution
    κανονική πολυγωνική διατομή regular polygonal section
    κανονικού βάρους σκυρόδεμα normal weight
    κανονισμός regulation
    κανονισμός standard
    κανονισμός σχεδιασμού design rule
    κανονιστικές αναφορές normative references
    κασσιτερόχαλκος-ορείχαλκος bronze
    κατά μήκος διάσταση alongwind dimension
    κατά μήκος διεύθυνση alongwind direction
    κατά μήκος δύναμη ανέμου longitundinal load
    κατά μήκος επιτάχυνση alongwind acceleration
    κατά μήκος μετατόπιση alongwind displacement
    κατά μήκος ταλαντώσεως alongwind vibration
    κατακόρυφη διεύθυνση vertical direction
    κατάλογος schedule
    κατανομή distribution
    κατανομή lognormal lognormal distribution
    κατανομή ακροτάτων τιμών extreme value distribution
    κατανομή μάζας mass distribution
    κατάντη κλίση downwind slope
    κατάρρευση collapse
    κατασκευαστικές λεπτομέρειες structural detailing
    κατασκευαστική εργασία construction operation
    κατασκευαστικό προϊόν construction product
    κατασκευαστικός κανόνας detailing rule
    κατασκευαστικός σχεδιασμός structural design
    κατασκευή construction work
    κατασκευή structure
    κατασκευή εξ οπτολίνθου και λιθοδομής masonry structure
    κατάσταση situation
    κατάσταση μετά την πυρκαγιά post-fire situation
    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 14
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    κατάσταση σχεδιασμού design situation
    κατάσταση σχεδιασμού έναντι πυρκαγιάς fire design situation
    καταστροφικά φαινόμενα hazards
    κατάστρωμα deck
    κατάστρωμα γέφυρας bridge deck
    κατατάξεις classifications
    κατατομή profile
    κατεργασμένος σίδηρος iron, wrought
    κατευθυντήρια οδηγία guideline
    κατηγορία εδάφους terrain category
    κατηγορίες τυπικής πυραντίστασης standard fire resistance rating
    κατοικία dwelling
    κατοικία dwelling house
    κάτοψη plan
    κατώτερος inferior
    κείμενο αναφοράς reference document
    κείμενο καθοδήγησης guidance document
    Κείμενο Κρατικής Εφαρμογής National Application Document
    (NAD)
    κεκλιμένη στέγη pitched roof
    κεκλιμένος inclined
    κέλυφος shell
    κενά voids
    κέντρο βάρους centre of gravity
    κιγκλίδωμα hand rail
    κίνδυνοι hazards
    κίνδυνοι hazards
    κινηματικό ιξώδες kinematic viscosity
    κινητό φορτίο traffic load
    κλάση class
    κλασσικός καλπασμός classical galloping
    κλίμακα scale
    κλιμακοστάσιο stair
    κλιματολογική περιοχή climatic region
    κλίση inclination
    κλίση pitch
    κλίση slope
    κλίση ανάντη upwind slope
    κλίση στέγης pitch angle
    κλίση της στέγης pitch of roof
    κοινοί όροι common terms
    κόκκος granule
    κομβικό σημείο node point
    κόμβος node
    κονίαμα mortar
    κονιορτοποιημένος (αναδευμένος, αναταραγμένος) shaken down
    κόπωση fatigue
    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    --------------------------------------------------------------------------------------------

    ----------------------------------------------------------------------------------------------

    - - - Updated - - -

    - - - Updated - - -

    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 15
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    κόπωση fatigue loading
    κορμός web
    κορυφή crest
    κορυφή υποστυλώματος column head
    κορφιάς ridge
    κορωνίδα apex
    κράμα αλουμινίου aluminium alloy
    κρεμαστή γέφυρα arch suspension bridge
    κρεμαστή γέφυρα cable supported bridge
    κρεμαστή γέφυρα suspension bridge
    κρεμαστή δεξαμενή suspended tank
    κρίσιμη μονάδα critical unit
    κρίσιμος critical
    κριτήρια criteria
    κρούση impact
    κτίρια το ένα πίσω από το άλλο buildings in tandem
    κτιριακό έργο building work
    κτίριο building
    κτίριο building structure
    κτίριο κατοικίας dwelling house
    κτίριο μεγάλου ύψους high-rise building
    κτίριο ορθογωνικής κάτοψης rectangular plan building
    κτιριοδομικός κανονισμός building code
    κυκλικός κύλινδρος circular cylinder
    κύκλος τάσεως stress cycle
    κύκλος φόρτισης stress cycle
    κυκλοφοριακά φορτία traffic load
    κύκλωμα διανομής distribution conduit
    κυλινδρικό κέλυφος cylindrical shell
    κυλινδρικό πλαίσιο cylindrical shell
    κυλιόμενες σκάλες moving stairways
    κύμα wave
    κυμαινόμενα φορτία fluctuating loads
    κυματισμός ripple
    κύρια principal
    Κύρια Κατάταξη Principal Classification
    κυρτή καμπυλότητα convex curvature
    κωδικοποίηση codification
    κωδωνοστάσιο bell tower
    λειτουργία function
    λειτουργία functioning
    λειτουργία ανάληψης φορτίου load bearing function
    λειτουργία διαχωρισμού separative action
    λειτουργικό φορτίο operating load
    λειτουργικότητα performance
    λειτουργικότητα serciceability
    λίθινη κατασκευή masonry structure
    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 16
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    λόγος Poisson Poisson ratio
    λόγος ανοίγματος span ratios
    λόγος πληρότητας solidity ratio
    λυγηρότητα slenderness
    μαγνησίτης / ανθρακικό μαγνήσιο, τριμμένο magnesite, ground
    μάζα ανά μονάδα όγκου unit mass
    μακροχρόνια δράση long-term action
    μαλακή ινοσανίδα softboard
    μαύρο σώμα black body
    με συνδέσεις συγκολλητές jointed together with adhesives
    μέγεθος magnitude
    μεγεθυντικό φαινόμενο magnification effect
    μέγιστο επιτρεπόμενο φορτίο maximum permitted load
    μέθοδος αξιοπιστίας πρώτης τάξης first order reliability method
    μέθοδος αποτίμησης method of assesment
    μέθοδος κατασκευής method of construction
    μέθοδος μέτρησης της αδιάλειπτης ροής rainflow counting method
    μέθοδος μέτρησης της δεξαμενής reservoir counting method
    μέθοδος ολοκλήρωσης integration method
    μέθοδος των επιμέρους συντελεστών partial factor method
    μειωτικός παράγων reduction factor
    μειωτικός συντελεστής reduction factor
    μελέτη design
    μελετητής designer
    μεμονωμένη δράση single action
    μεμονωμένος λόφος isolated hill
    μερικός συντελεστής ασφαλείας partial safety factor
    μέση απόκριση background response
    μέση τιμή mean value
    μέσο του ανοίγματος widspan
    μεσοχρόνια δράση medium-term action
    μετά την κατασκευή resultant emissivity
    μεταβατική ζώνη transition zone
    μεταβλητή variable
    μεταβλητή δράση variable action
    μεταβλητή κατάσταση transient situation
    μεταβλητός transient
    μεταβλητότητα variability
    μετάδοση θερμότητας με συναγωγή convective heat transfer
    μεταλλική καμινάδα με επένδυση από τοιχοποιία brick lined steel chimney
    μετατόπιση displacement
    μετατοπισμένο φορτίο drift load
    μετατροπή conversion
    μετατροπή transformation
    μεταφορική ιδιοσυχνότητα translational natural frequency
    μετένταση post-tensioning
    μέτρα αποκατάστασης remedial measures
    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 17
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    μέτρο δυσκαμψίας measure of rigidity
    μέτρο ελαστικότητας modulus of elasticity
    μέτρο ελαστικότητας Young's modulus
    μέτρο ολίσθησης συνδέσμου slip modulus
    μη αναστρέψιμος irreversible
    μη αντηχητικός non resonant
    μη σκληρυθέν σκυρόδεμα unhardened concrete
    μη συμμετρική κατανομή non-symmetrical distribution
    μη- φέροντα στοιχεία non-structural elements
    μη-γραμμική non-linear
    μη-γραμμική ανάλυση non-linear analysis
    μη-καταστροφικός non-destructive
    μήκος ανάπτυξης κυματισμού fetch upwind
    μήκος συσσώρευσης drift length
    μήκος συσχετίσεως correlation length
    μήκος της επιφάνειας συσσώρευσης χιονιού length of snow drift
    μηχανή κυλινδρισμού rolling engine
    μηχάνημα machine
    μηχάνημα machinery
    μηχανική πυρασφάλειας fire safety engineering
    μηχανικός σύνδεσμος mechanical fastener
    μηχανογράφηση computation
    μηχανοκίνητη γέφυρα mechanically-moveable bridge
    μίγμα αδρανών για σκυρόδεμα aggregate for concrete crude
    μικροδιόρθωση minor repair
    μικτή επιφάνεια gross area
    μικτό βάρος gross weight
    μνημειώδη κτιριακά δομήματα monumental building structures
    μονάδα επιφάνειας unit area
    μονάδα -προς-μονάδα unit-by-unit
    μοναδική δράση single action
    μόνιμη δράση permanent action
    μόνιμη κατάσταση persistent situation
    μόνιμος persistent
    μονοκλινής στέγη monopitch roof
    μονόρριχτη στέγη monopitch roof
    μοντέλο model
    μοντέλο ανάλυσης analytical model
    μοντέλο υπολογισμού calculation model
    μόνωση insulation
    μοριοσανίδες particle boards
    μοριοσανίδες από πλανίσματα (στρώσεις οδοντωτώς
    συγκολλημένες και προσανατολισμένες)
    flakeboard, oriented strand board,
    waferboard
    μοριοσανίδες με συγκολλητικό τσιμεντοκονία, τσιμεντοσανίδες cement-bonded particleboard
    μοριοσανίδες πολύ χαμηλής πυκνότητας, τεμαχιοσανίδες chipboard
    μορφή form
    μορφή mode

    ----------------------------------------------------------------------------------------------

    - - - Updated - - -

    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 13
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    καλώδιο ανάρτησης suspended cable
    καλώδιο με νήμα stranded cable
    καλωδιωτή γέφυρα cable stayed bridge
    καμινάδα chimney
    καμινάδα stack
    καμινάδα από οπλισμένο σκυρόδεμα reinforced concrete chimney
    κάμπος lowland
    καμπτική αντοχή bending resistance
    καμπτικός flexural
    καμπύλη υδρογονάνθρακα hydrocarbon curve
    καμπύλο γείσο curved eave
    κάμψη bending
    κανόνας εφαρμογής application rule
    κανόνας σχεδιασμού design rule
    κανόνας της τέχνης workmanship
    κανονική κατανομή normal distribution
    κανονική πολυγωνική διατομή regular polygonal section
    κανονικού βάρους σκυρόδεμα normal weight
    κανονισμός regulation
    κανονισμός standard
    κανονισμός σχεδιασμού design rule
    κανονιστικές αναφορές normative references
    κασσιτερόχαλκος-ορείχαλκος bronze
    κατά μήκος διάσταση alongwind dimension
    κατά μήκος διεύθυνση alongwind direction
    κατά μήκος δύναμη ανέμου longitundinal load
    κατά μήκος επιτάχυνση alongwind acceleration
    κατά μήκος μετατόπιση alongwind displacement
    κατά μήκος ταλαντώσεως alongwind vibration
    κατακόρυφη διεύθυνση vertical direction
    κατάλογος schedule
    κατανομή distribution
    κατανομή lognormal lognormal distribution
    κατανομή ακροτάτων τιμών extreme value distribution
    κατανομή μάζας mass distribution
    κατάντη κλίση downwind slope
    κατάρρευση collapse
    κατασκευαστικές λεπτομέρειες structural detailing
    κατασκευαστική εργασία construction operation
    κατασκευαστικό προϊόν construction product
    κατασκευαστικός κανόνας detailing rule
    κατασκευαστικός σχεδιασμός structural design
    κατασκευή construction work
    κατασκευή structure
    κατασκευή εξ οπτολίνθου και λιθοδομής masonry structure
    κατάσταση situation
    κατάσταση μετά την πυρκαγιά post-fire situation
    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 14
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    κατάσταση σχεδιασμού design situation
    κατάσταση σχεδιασμού έναντι πυρκαγιάς fire design situation
    καταστροφικά φαινόμενα hazards
    κατάστρωμα deck
    κατάστρωμα γέφυρας bridge deck
    κατατάξεις classifications
    κατατομή profile
    κατεργασμένος σίδηρος iron, wrought
    κατευθυντήρια οδηγία guideline
    κατηγορία εδάφους terrain category
    κατηγορίες τυπικής πυραντίστασης standard fire resistance rating
    κατοικία dwelling
    κατοικία dwelling house
    κάτοψη plan
    κατώτερος inferior
    κείμενο αναφοράς reference document
    κείμενο καθοδήγησης guidance document
    Κείμενο Κρατικής Εφαρμογής National Application Document
    (NAD)
    κεκλιμένη στέγη pitched roof
    κεκλιμένος inclined
    κέλυφος shell
    κενά voids
    κέντρο βάρους centre of gravity
    κιγκλίδωμα hand rail
    κίνδυνοι hazards
    κίνδυνοι hazards
    κινηματικό ιξώδες kinematic viscosity
    κινητό φορτίο traffic load
    κλάση class
    κλασσικός καλπασμός classical galloping
    κλίμακα scale
    κλιμακοστάσιο stair
    κλιματολογική περιοχή climatic region
    κλίση inclination
    κλίση pitch
    κλίση slope
    κλίση ανάντη upwind slope
    κλίση στέγης pitch angle
    κλίση της στέγης pitch of roof
    κοινοί όροι common terms
    κόκκος granule
    κομβικό σημείο node point
    κόμβος node
    κονίαμα mortar
    κονιορτοποιημένος (αναδευμένος, αναταραγμένος) shaken down
    κόπωση fatigue
    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 15
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    κόπωση fatigue loading
    κορμός web
    κορυφή crest
    κορυφή υποστυλώματος column head
    κορφιάς ridge
    κορωνίδα apex
    κράμα αλουμινίου aluminium alloy
    κρεμαστή γέφυρα arch suspension bridge
    κρεμαστή γέφυρα cable supported bridge
    κρεμαστή γέφυρα suspension bridge
    κρεμαστή δεξαμενή suspended tank
    κρίσιμη μονάδα critical unit
    κρίσιμος critical
    κριτήρια criteria
    κρούση impact
    κτίρια το ένα πίσω από το άλλο buildings in tandem
    κτιριακό έργο building work
    κτίριο building
    κτίριο building structure
    κτίριο κατοικίας dwelling house
    κτίριο μεγάλου ύψους high-rise building
    κτίριο ορθογωνικής κάτοψης rectangular plan building
    κτιριοδομικός κανονισμός building code
    κυκλικός κύλινδρος circular cylinder
    κύκλος τάσεως stress cycle
    κύκλος φόρτισης stress cycle
    κυκλοφοριακά φορτία traffic load
    κύκλωμα διανομής distribution conduit
    κυλινδρικό κέλυφος cylindrical shell
    κυλινδρικό πλαίσιο cylindrical shell
    κυλιόμενες σκάλες moving stairways
    κύμα wave
    κυμαινόμενα φορτία fluctuating loads
    κυματισμός ripple
    κύρια principal
    Κύρια Κατάταξη Principal Classification
    κυρτή καμπυλότητα convex curvature
    κωδικοποίηση codification
    κωδωνοστάσιο bell tower
    λειτουργία function
    λειτουργία functioning
    λειτουργία ανάληψης φορτίου load bearing function
    λειτουργία διαχωρισμού separative action
    λειτουργικό φορτίο operating load
    λειτουργικότητα performance
    λειτουργικότητα serciceability
    λίθινη κατασκευή masonry structure
    ----------------------------------------------------------------------------------------------

  6. (επάνω) - Ανάρτηση #6
    Τεχνίτης
    Εργοδηγός Δομικών Εργων
    Το μέλος seismic δεν έχει Αβατάριο

    Εγγραφή
    02.12.2009
    Περιοχή
    ΙΟΣ ΚΥΚΛΑΔΕΣ
    Αναρτ.
    658
    Εύσημα

    έδωσε
    80
    έλαβε
    22
    Αρχεία

    Λήψεις
    0
    Ανέβασε
    0

    Προεπιλογή

    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 13
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    καλώδιο ανάρτησης suspended cable
    καλώδιο με νήμα stranded cable
    καλωδιωτή γέφυρα cable stayed bridge
    καμινάδα chimney
    καμινάδα stack
    καμινάδα από οπλισμένο σκυρόδεμα reinforced concrete chimney
    κάμπος lowland
    καμπτική αντοχή bending resistance
    καμπτικός flexural
    καμπύλη υδρογονάνθρακα hydrocarbon curve
    καμπύλο γείσο curved eave
    κάμψη bending
    κανόνας εφαρμογής application rule
    κανόνας σχεδιασμού design rule
    κανόνας της τέχνης workmanship
    κανονική κατανομή normal distribution
    κανονική πολυγωνική διατομή regular polygonal section
    κανονικού βάρους σκυρόδεμα normal weight
    κανονισμός regulation
    κανονισμός standard
    κανονισμός σχεδιασμού design rule
    κανονιστικές αναφορές normative references
    κασσιτερόχαλκος-ορείχαλκος bronze
    κατά μήκος διάσταση alongwind dimension
    κατά μήκος διεύθυνση alongwind direction
    κατά μήκος δύναμη ανέμου longitundinal load
    κατά μήκος επιτάχυνση alongwind acceleration
    κατά μήκος μετατόπιση alongwind displacement
    κατά μήκος ταλαντώσεως alongwind vibration
    κατακόρυφη διεύθυνση vertical direction
    κατάλογος schedule
    κατανομή distribution
    κατανομή lognormal lognormal distribution
    κατανομή ακροτάτων τιμών extreme value distribution
    κατανομή μάζας mass distribution
    κατάντη κλίση downwind slope
    κατάρρευση collapse
    κατασκευαστικές λεπτομέρειες structural detailing
    κατασκευαστική εργασία construction operation
    κατασκευαστικό προϊόν construction product
    κατασκευαστικός κανόνας detailing rule
    κατασκευαστικός σχεδιασμός structural design
    κατασκευή construction work
    κατασκευή structure
    κατασκευή εξ οπτολίνθου και λιθοδομής masonry structure
    κατάσταση situation
    κατάσταση μετά την πυρκαγιά post-fire situation
    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 14
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    κατάσταση σχεδιασμού design situation
    κατάσταση σχεδιασμού έναντι πυρκαγιάς fire design situation
    καταστροφικά φαινόμενα hazards
    κατάστρωμα deck
    κατάστρωμα γέφυρας bridge deck
    κατατάξεις classifications
    κατατομή profile
    κατεργασμένος σίδηρος iron, wrought
    κατευθυντήρια οδηγία guideline
    κατηγορία εδάφους terrain category
    κατηγορίες τυπικής πυραντίστασης standard fire resistance rating
    κατοικία dwelling
    κατοικία dwelling house
    κάτοψη plan
    κατώτερος inferior
    κείμενο αναφοράς reference document
    κείμενο καθοδήγησης guidance document
    Κείμενο Κρατικής Εφαρμογής National Application Document
    (NAD)
    κεκλιμένη στέγη pitched roof
    κεκλιμένος inclined
    κέλυφος shell
    κενά voids
    κέντρο βάρους centre of gravity
    κιγκλίδωμα hand rail
    κίνδυνοι hazards
    κίνδυνοι hazards
    κινηματικό ιξώδες kinematic viscosity
    κινητό φορτίο traffic load
    κλάση class
    κλασσικός καλπασμός classical galloping
    κλίμακα scale
    κλιμακοστάσιο stair
    κλιματολογική περιοχή climatic region
    κλίση inclination
    κλίση pitch
    κλίση slope
    κλίση ανάντη upwind slope
    κλίση στέγης pitch angle
    κλίση της στέγης pitch of roof
    κοινοί όροι common terms
    κόκκος granule
    κομβικό σημείο node point
    κόμβος node
    κονίαμα mortar
    κονιορτοποιημένος (αναδευμένος, αναταραγμένος) shaken down
    κόπωση fatigue
    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    --------------------------------------------------------------------------------------------

    ----------------------------------------------------------------------------------------------

    - - - Updated - - -

    - - - Updated - - -

    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 15
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    κόπωση fatigue loading
    κορμός web
    κορυφή crest
    κορυφή υποστυλώματος column head
    κορφιάς ridge
    κορωνίδα apex
    κράμα αλουμινίου aluminium alloy
    κρεμαστή γέφυρα arch suspension bridge
    κρεμαστή γέφυρα cable supported bridge
    κρεμαστή γέφυρα suspension bridge
    κρεμαστή δεξαμενή suspended tank
    κρίσιμη μονάδα critical unit
    κρίσιμος critical
    κριτήρια criteria
    κρούση impact
    κτίρια το ένα πίσω από το άλλο buildings in tandem
    κτιριακό έργο building work
    κτίριο building
    κτίριο building structure
    κτίριο κατοικίας dwelling house
    κτίριο μεγάλου ύψους high-rise building
    κτίριο ορθογωνικής κάτοψης rectangular plan building
    κτιριοδομικός κανονισμός building code
    κυκλικός κύλινδρος circular cylinder
    κύκλος τάσεως stress cycle
    κύκλος φόρτισης stress cycle
    κυκλοφοριακά φορτία traffic load
    κύκλωμα διανομής distribution conduit
    κυλινδρικό κέλυφος cylindrical shell
    κυλινδρικό πλαίσιο cylindrical shell
    κυλιόμενες σκάλες moving stairways
    κύμα wave
    κυμαινόμενα φορτία fluctuating loads
    κυματισμός ripple
    κύρια principal
    Κύρια Κατάταξη Principal Classification
    κυρτή καμπυλότητα convex curvature
    κωδικοποίηση codification
    κωδωνοστάσιο bell tower
    λειτουργία function
    λειτουργία functioning
    λειτουργία ανάληψης φορτίου load bearing function
    λειτουργία διαχωρισμού separative action
    λειτουργικό φορτίο operating load
    λειτουργικότητα performance
    λειτουργικότητα serciceability
    λίθινη κατασκευή masonry structure
    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 16
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    λόγος Poisson Poisson ratio
    λόγος ανοίγματος span ratios
    λόγος πληρότητας solidity ratio
    λυγηρότητα slenderness
    μαγνησίτης / ανθρακικό μαγνήσιο, τριμμένο magnesite, ground
    μάζα ανά μονάδα όγκου unit mass
    μακροχρόνια δράση long-term action
    μαλακή ινοσανίδα softboard
    μαύρο σώμα black body
    με συνδέσεις συγκολλητές jointed together with adhesives
    μέγεθος magnitude
    μεγεθυντικό φαινόμενο magnification effect
    μέγιστο επιτρεπόμενο φορτίο maximum permitted load
    μέθοδος αξιοπιστίας πρώτης τάξης first order reliability method
    μέθοδος αποτίμησης method of assesment
    μέθοδος κατασκευής method of construction
    μέθοδος μέτρησης της αδιάλειπτης ροής rainflow counting method
    μέθοδος μέτρησης της δεξαμενής reservoir counting method
    μέθοδος ολοκλήρωσης integration method
    μέθοδος των επιμέρους συντελεστών partial factor method
    μειωτικός παράγων reduction factor
    μειωτικός συντελεστής reduction factor
    μελέτη design
    μελετητής designer
    μεμονωμένη δράση single action
    μεμονωμένος λόφος isolated hill
    μερικός συντελεστής ασφαλείας partial safety factor
    μέση απόκριση background response
    μέση τιμή mean value
    μέσο του ανοίγματος widspan
    μεσοχρόνια δράση medium-term action
    μετά την κατασκευή resultant emissivity
    μεταβατική ζώνη transition zone
    μεταβλητή variable
    μεταβλητή δράση variable action
    μεταβλητή κατάσταση transient situation
    μεταβλητός transient
    μεταβλητότητα variability
    μετάδοση θερμότητας με συναγωγή convective heat transfer
    μεταλλική καμινάδα με επένδυση από τοιχοποιία brick lined steel chimney
    μετατόπιση displacement
    μετατοπισμένο φορτίο drift load
    μετατροπή conversion
    μετατροπή transformation
    μεταφορική ιδιοσυχνότητα translational natural frequency
    μετένταση post-tensioning
    μέτρα αποκατάστασης remedial measures
    ----------------------------------------------------------------------------------------------

    - - - Updated - - -

    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 17
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    μέτρο δυσκαμψίας measure of rigidity
    μέτρο ελαστικότητας modulus of elasticity
    μέτρο ελαστικότητας Young's modulus
    μέτρο ολίσθησης συνδέσμου slip modulus
    μη αναστρέψιμος irreversible
    μη αντηχητικός non resonant
    μη σκληρυθέν σκυρόδεμα unhardened concrete
    μη συμμετρική κατανομή non-symmetrical distribution
    μη- φέροντα στοιχεία non-structural elements
    μη-γραμμική non-linear
    μη-γραμμική ανάλυση non-linear analysis
    μη-καταστροφικός non-destructive
    μήκος ανάπτυξης κυματισμού fetch upwind
    μήκος συσσώρευσης drift length
    μήκος συσχετίσεως correlation length
    μήκος της επιφάνειας συσσώρευσης χιονιού length of snow drift
    μηχανή κυλινδρισμού rolling engine
    μηχάνημα machine
    μηχάνημα machinery
    μηχανική πυρασφάλειας fire safety engineering
    μηχανικός σύνδεσμος mechanical fastener
    μηχανογράφηση computation
    μηχανοκίνητη γέφυρα mechanically-moveable bridge
    μίγμα αδρανών για σκυρόδεμα aggregate for concrete crude
    μικροδιόρθωση minor repair
    μικτή επιφάνεια gross area
    μικτό βάρος gross weight
    μνημειώδη κτιριακά δομήματα monumental building structures
    μονάδα επιφάνειας unit area
    μονάδα -προς-μονάδα unit-by-unit
    μοναδική δράση single action
    μόνιμη δράση permanent action
    μόνιμη κατάσταση persistent situation
    μόνιμος persistent
    μονοκλινής στέγη monopitch roof
    μονόρριχτη στέγη monopitch roof
    μοντέλο model
    μοντέλο ανάλυσης analytical model
    μοντέλο υπολογισμού calculation model
    μόνωση insulation
    μοριοσανίδες particle boards
    μοριοσανίδες από πλανίσματα (στρώσεις οδοντωτώς
    συγκολλημένες και προσανατολισμένες)
    flakeboard, oriented strand board,
    waferboard
    μοριοσανίδες με συγκολλητικό τσιμεντοκονία, τσιμεντοσανίδες cement-bonded particleboard
    μοριοσανίδες πολύ χαμηλής πυκνότητας, τεμαχιοσανίδες chipboard
    μορφή form
    μορφή mode

    ----------------------------------------------------------------------------------------------

    - - - Updated - - -

    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 13
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    καλώδιο ανάρτησης suspended cable
    καλώδιο με νήμα stranded cable
    καλωδιωτή γέφυρα cable stayed bridge
    καμινάδα chimney
    καμινάδα stack
    καμινάδα από οπλισμένο σκυρόδεμα reinforced concrete chimney
    κάμπος lowland
    καμπτική αντοχή bending resistance
    καμπτικός flexural
    καμπύλη υδρογονάνθρακα hydrocarbon curve
    καμπύλο γείσο curved eave
    κάμψη bending
    κανόνας εφαρμογής application rule
    κανόνας σχεδιασμού design rule
    κανόνας της τέχνης workmanship
    κανονική κατανομή normal distribution
    κανονική πολυγωνική διατομή regular polygonal section
    κανονικού βάρους σκυρόδεμα normal weight
    κανονισμός regulation
    κανονισμός standard
    κανονισμός σχεδιασμού design rule
    κανονιστικές αναφορές normative references
    κασσιτερόχαλκος-ορείχαλκος bronze
    κατά μήκος διάσταση alongwind dimension
    κατά μήκος διεύθυνση alongwind direction
    κατά μήκος δύναμη ανέμου longitundinal load
    κατά μήκος επιτάχυνση alongwind acceleration
    κατά μήκος μετατόπιση alongwind displacement
    κατά μήκος ταλαντώσεως alongwind vibration
    κατακόρυφη διεύθυνση vertical direction
    κατάλογος schedule
    κατανομή distribution
    κατανομή lognormal lognormal distribution
    κατανομή ακροτάτων τιμών extreme value distribution
    κατανομή μάζας mass distribution
    κατάντη κλίση downwind slope
    κατάρρευση collapse
    κατασκευαστικές λεπτομέρειες structural detailing
    κατασκευαστική εργασία construction operation
    κατασκευαστικό προϊόν construction product
    κατασκευαστικός κανόνας detailing rule
    κατασκευαστικός σχεδιασμός structural design
    κατασκευή construction work
    κατασκευή structure
    κατασκευή εξ οπτολίνθου και λιθοδομής masonry structure
    κατάσταση situation
    κατάσταση μετά την πυρκαγιά post-fire situation
    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 14
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    κατάσταση σχεδιασμού design situation
    κατάσταση σχεδιασμού έναντι πυρκαγιάς fire design situation
    καταστροφικά φαινόμενα hazards
    κατάστρωμα deck
    κατάστρωμα γέφυρας bridge deck
    κατατάξεις classifications
    κατατομή profile
    κατεργασμένος σίδηρος iron, wrought
    κατευθυντήρια οδηγία guideline
    κατηγορία εδάφους terrain category
    κατηγορίες τυπικής πυραντίστασης standard fire resistance rating
    κατοικία dwelling
    κατοικία dwelling house
    κάτοψη plan
    κατώτερος inferior
    κείμενο αναφοράς reference document
    κείμενο καθοδήγησης guidance document
    Κείμενο Κρατικής Εφαρμογής National Application Document
    (NAD)
    κεκλιμένη στέγη pitched roof
    κεκλιμένος inclined
    κέλυφος shell
    κενά voids
    κέντρο βάρους centre of gravity
    κιγκλίδωμα hand rail
    κίνδυνοι hazards
    κίνδυνοι hazards
    κινηματικό ιξώδες kinematic viscosity
    κινητό φορτίο traffic load
    κλάση class
    κλασσικός καλπασμός classical galloping
    κλίμακα scale
    κλιμακοστάσιο stair
    κλιματολογική περιοχή climatic region
    κλίση inclination
    κλίση pitch
    κλίση slope
    κλίση ανάντη upwind slope
    κλίση στέγης pitch angle
    κλίση της στέγης pitch of roof
    κοινοί όροι common terms
    κόκκος granule
    κομβικό σημείο node point
    κόμβος node
    κονίαμα mortar
    κονιορτοποιημένος (αναδευμένος, αναταραγμένος) shaken down
    κόπωση fatigue
    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 15
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    κόπωση fatigue loading
    κορμός web
    κορυφή crest
    κορυφή υποστυλώματος column head
    κορφιάς ridge
    κορωνίδα apex
    κράμα αλουμινίου aluminium alloy
    κρεμαστή γέφυρα arch suspension bridge
    κρεμαστή γέφυρα cable supported bridge
    κρεμαστή γέφυρα suspension bridge
    κρεμαστή δεξαμενή suspended tank
    κρίσιμη μονάδα critical unit
    κρίσιμος critical
    κριτήρια criteria
    κρούση impact
    κτίρια το ένα πίσω από το άλλο buildings in tandem
    κτιριακό έργο building work
    κτίριο building
    κτίριο building structure
    κτίριο κατοικίας dwelling house
    κτίριο μεγάλου ύψους high-rise building
    κτίριο ορθογωνικής κάτοψης rectangular plan building
    κτιριοδομικός κανονισμός building code
    κυκλικός κύλινδρος circular cylinder
    κύκλος τάσεως stress cycle
    κύκλος φόρτισης stress cycle
    κυκλοφοριακά φορτία traffic load
    κύκλωμα διανομής distribution conduit
    κυλινδρικό κέλυφος cylindrical shell
    κυλινδρικό πλαίσιο cylindrical shell
    κυλιόμενες σκάλες moving stairways
    κύμα wave
    κυμαινόμενα φορτία fluctuating loads
    κυματισμός ripple
    κύρια principal
    Κύρια Κατάταξη Principal Classification
    κυρτή καμπυλότητα convex curvature
    κωδικοποίηση codification
    κωδωνοστάσιο bell tower
    λειτουργία function
    λειτουργία functioning
    λειτουργία ανάληψης φορτίου load bearing function
    λειτουργία διαχωρισμού separative action
    λειτουργικό φορτίο operating load
    λειτουργικότητα performance
    λειτουργικότητα serciceability
    λίθινη κατασκευή masonry structure
    ----------------------------------------------------------------------------------------------

    - - - Updated - - -

  7. (επάνω) - Ανάρτηση #7
    Τεχνίτης
    Εργοδηγός Δομικών Εργων
    Το μέλος seismic δεν έχει Αβατάριο

    Εγγραφή
    02.12.2009
    Περιοχή
    ΙΟΣ ΚΥΚΛΑΔΕΣ
    Αναρτ.
    658
    Εύσημα

    έδωσε
    80
    έλαβε
    22
    Αρχεία

    Λήψεις
    0
    Ανέβασε
    0

    Προεπιλογή

    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 13
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    καλώδιο ανάρτησης suspended cable
    καλώδιο με νήμα stranded cable
    καλωδιωτή γέφυρα cable stayed bridge
    καμινάδα chimney
    καμινάδα stack
    καμινάδα από οπλισμένο σκυρόδεμα reinforced concrete chimney
    κάμπος lowland
    καμπτική αντοχή bending resistance
    καμπτικός flexural
    καμπύλη υδρογονάνθρακα hydrocarbon curve
    καμπύλο γείσο curved eave
    κάμψη bending
    κανόνας εφαρμογής application rule
    κανόνας σχεδιασμού design rule
    κανόνας της τέχνης workmanship
    κανονική κατανομή normal distribution
    κανονική πολυγωνική διατομή regular polygonal section
    κανονικού βάρους σκυρόδεμα normal weight
    κανονισμός regulation
    κανονισμός standard
    κανονισμός σχεδιασμού design rule
    κανονιστικές αναφορές normative references
    κασσιτερόχαλκος-ορείχαλκος bronze
    κατά μήκος διάσταση alongwind dimension
    κατά μήκος διεύθυνση alongwind direction
    κατά μήκος δύναμη ανέμου longitundinal load
    κατά μήκος επιτάχυνση alongwind acceleration
    κατά μήκος μετατόπιση alongwind displacement
    κατά μήκος ταλαντώσεως alongwind vibration
    κατακόρυφη διεύθυνση vertical direction
    κατάλογος schedule
    κατανομή distribution
    κατανομή lognormal lognormal distribution
    κατανομή ακροτάτων τιμών extreme value distribution
    κατανομή μάζας mass distribution
    κατάντη κλίση downwind slope
    κατάρρευση collapse
    κατασκευαστικές λεπτομέρειες structural detailing
    κατασκευαστική εργασία construction operation
    κατασκευαστικό προϊόν construction product
    κατασκευαστικός κανόνας detailing rule
    κατασκευαστικός σχεδιασμός structural design
    κατασκευή construction work
    κατασκευή structure
    κατασκευή εξ οπτολίνθου και λιθοδομής masonry structure
    κατάσταση situation
    κατάσταση μετά την πυρκαγιά post-fire situation
    ----------------------------------------------------------------------------------------------

    - - - Updated - - -

    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 14
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    κατάσταση σχεδιασμού design situation
    κατάσταση σχεδιασμού έναντι πυρκαγιάς fire design situation
    καταστροφικά φαινόμενα hazards
    κατάστρωμα deck
    κατάστρωμα γέφυρας bridge deck
    κατατάξεις classifications
    κατατομή profile
    κατεργασμένος σίδηρος iron, wrought
    κατευθυντήρια οδηγία guideline
    κατηγορία εδάφους terrain category
    κατηγορίες τυπικής πυραντίστασης standard fire resistance rating
    κατοικία dwelling
    κατοικία dwelling house
    κάτοψη plan
    κατώτερος inferior
    κείμενο αναφοράς reference document
    κείμενο καθοδήγησης guidance document
    Κείμενο Κρατικής Εφαρμογής National Application Document
    (NAD)
    κεκλιμένη στέγη pitched roof
    κεκλιμένος inclined
    κέλυφος shell
    κενά voids
    κέντρο βάρους centre of gravity
    κιγκλίδωμα hand rail
    κίνδυνοι hazards
    κίνδυνοι hazards
    κινηματικό ιξώδες kinematic viscosity
    κινητό φορτίο traffic load
    κλάση class
    κλασσικός καλπασμός classical galloping
    κλίμακα scale
    κλιμακοστάσιο stair
    κλιματολογική περιοχή climatic region
    κλίση inclination
    κλίση pitch
    κλίση slope
    κλίση ανάντη upwind slope
    κλίση στέγης pitch angle
    κλίση της στέγης pitch of roof
    κοινοί όροι common terms
    κόκκος granule
    κομβικό σημείο node point
    κόμβος node
    κονίαμα mortar
    κονιορτοποιημένος (αναδευμένος, αναταραγμένος) shaken down
    κόπωση fatigue
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 15
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    κόπωση fatigue loading
    κορμός web
    κορυφή crest
    κορυφή υποστυλώματος column head
    κορφιάς ridge
    κορωνίδα apex
    κράμα αλουμινίου aluminium alloy
    κρεμαστή γέφυρα arch suspension bridge
    κρεμαστή γέφυρα cable supported bridge
    κρεμαστή γέφυρα suspension bridge
    κρεμαστή δεξαμενή suspended tank
    κρίσιμη μονάδα critical unit
    κρίσιμος critical
    κριτήρια criteria
    κρούση impact
    κτίρια το ένα πίσω από το άλλο buildings in tandem
    κτιριακό έργο building work
    κτίριο building
    κτίριο building structure
    κτίριο κατοικίας dwelling house
    κτίριο μεγάλου ύψους high-rise building
    κτίριο ορθογωνικής κάτοψης rectangular plan building
    κτιριοδομικός κανονισμός building code
    κυκλικός κύλινδρος circular cylinder
    κύκλος τάσεως stress cycle
    κύκλος φόρτισης stress cycle
    κυκλοφοριακά φορτία traffic load
    κύκλωμα διανομής distribution conduit
    κυλινδρικό κέλυφος cylindrical shell
    κυλινδρικό πλαίσιο cylindrical shell
    κυλιόμενες σκάλες moving stairways
    κύμα wave
    κυμαινόμενα φορτία fluctuating loads
    κυματισμός ripple
    κύρια principal
    Κύρια Κατάταξη Principal Classification
    κυρτή καμπυλότητα convex curvature
    κωδικοποίηση codification
    κωδωνοστάσιο bell tower
    λειτουργία function
    λειτουργία functioning
    λειτουργία ανάληψης φορτίου load bearing function
    λειτουργία διαχωρισμού separative action
    λειτουργικό φορτίο operating load
    λειτουργικότητα performance
    λειτουργικότητα serciceability
    λίθινη κατασκευή masonry structure
    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 16
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    λόγος Poisson Poisson ratio
    λόγος ανοίγματος span ratios
    λόγος πληρότητας solidity ratio
    λυγηρότητα slenderness
    μαγνησίτης / ανθρακικό μαγνήσιο, τριμμένο magnesite, ground
    μάζα ανά μονάδα όγκου unit mass
    μακροχρόνια δράση long-term action
    μαλακή ινοσανίδα softboard
    μαύρο σώμα black body
    με συνδέσεις συγκολλητές jointed together with adhesives
    μέγεθος magnitude
    μεγεθυντικό φαινόμενο magnification effect
    μέγιστο επιτρεπόμενο φορτίο maximum permitted load
    μέθοδος αξιοπιστίας πρώτης τάξης first order reliability method
    μέθοδος αποτίμησης method of assesment
    μέθοδος κατασκευής method of construction
    μέθοδος μέτρησης της αδιάλειπτης ροής rainflow counting method
    μέθοδος μέτρησης της δεξαμενής reservoir counting method
    μέθοδος ολοκλήρωσης integration method
    μέθοδος των επιμέρους συντελεστών partial factor method
    μειωτικός παράγων reduction factor
    μειωτικός συντελεστής reduction factor
    μελέτη design
    μελετητής designer
    μεμονωμένη δράση single action
    μεμονωμένος λόφος isolated hill
    μερικός συντελεστής ασφαλείας partial safety factor
    μέση απόκριση background response
    μέση τιμή mean value
    μέσο του ανοίγματος widspan
    μεσοχρόνια δράση medium-term action
    μετά την κατασκευή resultant emissivity
    μεταβατική ζώνη transition zone
    μεταβλητή variable
    μεταβλητή δράση variable action
    μεταβλητή κατάσταση transient situation
    μεταβλητός transient
    μεταβλητότητα variability
    μετάδοση θερμότητας με συναγωγή convective heat transfer
    μεταλλική καμινάδα με επένδυση από τοιχοποιία brick lined steel chimney
    μετατόπιση displacement
    μετατοπισμένο φορτίο drift load
    μετατροπή conversion
    μετατροπή transformation
    μεταφορική ιδιοσυχνότητα translational natural frequency
    μετένταση post-tensioning
    μέτρα αποκατάστασης remedial measures
    ----------------------------------------------------------------------------------------------

    - - - Updated - - -

    - - - Updated - - -

    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 13
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    καλώδιο ανάρτησης suspended cable
    καλώδιο με νήμα stranded cable
    καλωδιωτή γέφυρα cable stayed bridge
    καμινάδα chimney
    καμινάδα stack
    καμινάδα από οπλισμένο σκυρόδεμα reinforced concrete chimney
    κάμπος lowland
    καμπτική αντοχή bending resistance
    καμπτικός flexural
    καμπύλη υδρογονάνθρακα hydrocarbon curve
    καμπύλο γείσο curved eave
    κάμψη bending
    κανόνας εφαρμογής application rule
    κανόνας σχεδιασμού design rule
    κανόνας της τέχνης workmanship
    κανονική κατανομή normal distribution
    κανονική πολυγωνική διατομή regular polygonal section
    κανονικού βάρους σκυρόδεμα normal weight
    κανονισμός regulation
    κανονισμός standard
    κανονισμός σχεδιασμού design rule
    κανονιστικές αναφορές normative references
    κασσιτερόχαλκος-ορείχαλκος bronze
    κατά μήκος διάσταση alongwind dimension
    κατά μήκος διεύθυνση alongwind direction
    κατά μήκος δύναμη ανέμου longitundinal load
    κατά μήκος επιτάχυνση alongwind acceleration
    κατά μήκος μετατόπιση alongwind displacement
    κατά μήκος ταλαντώσεως alongwind vibration
    κατακόρυφη διεύθυνση vertical direction
    κατάλογος schedule
    κατανομή distribution
    κατανομή lognormal lognormal distribution
    κατανομή ακροτάτων τιμών extreme value distribution
    κατανομή μάζας mass distribution
    κατάντη κλίση downwind slope
    κατάρρευση collapse
    κατασκευαστικές λεπτομέρειες structural detailing
    κατασκευαστική εργασία construction operation
    κατασκευαστικό προϊόν construction product
    κατασκευαστικός κανόνας detailing rule
    κατασκευαστικός σχεδιασμός structural design
    κατασκευή construction work
    κατασκευή structure
    κατασκευή εξ οπτολίνθου και λιθοδομής masonry structure
    κατάσταση situation
    κατάσταση μετά την πυρκαγιά post-fire situation
    ----------------------------------------------------------------------------------------------

    - - - Updated - - -

    - - - Updated - - -

    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 14
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    κατάσταση σχεδιασμού design situation
    κατάσταση σχεδιασμού έναντι πυρκαγιάς fire design situation
    καταστροφικά φαινόμενα hazards
    κατάστρωμα deck
    κατάστρωμα γέφυρας bridge deck
    κατατάξεις classifications
    κατατομή profile
    κατεργασμένος σίδηρος iron, wrought
    κατευθυντήρια οδηγία guideline
    κατηγορία εδάφους terrain category
    κατηγορίες τυπικής πυραντίστασης standard fire resistance rating
    κατοικία dwelling
    κατοικία dwelling house
    κάτοψη plan
    κατώτερος inferior
    κείμενο αναφοράς reference document
    κείμενο καθοδήγησης guidance document
    Κείμενο Κρατικής Εφαρμογής National Application Document
    (NAD)
    κεκλιμένη στέγη pitched roof
    κεκλιμένος inclined
    κέλυφος shell
    κενά voids
    κέντρο βάρους centre of gravity
    κιγκλίδωμα hand rail
    κίνδυνοι hazards
    κίνδυνοι hazards
    κινηματικό ιξώδες kinematic viscosity
    κινητό φορτίο traffic load
    κλάση class
    κλασσικός καλπασμός classical galloping
    κλίμακα scale
    κλιμακοστάσιο stair
    κλιματολογική περιοχή climatic region
    κλίση inclination
    κλίση pitch
    κλίση slope
    κλίση ανάντη upwind slope
    κλίση στέγης pitch angle
    κλίση της στέγης pitch of roof
    κοινοί όροι common terms
    κόκκος granule
    κομβικό σημείο node point
    κόμβος node
    κονίαμα mortar
    κονιορτοποιημένος (αναδευμένος, αναταραγμένος) shaken down
    κόπωση fatigue
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 15
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    κόπωση fatigue loading
    κορμός web
    κορυφή crest
    κορυφή υποστυλώματος column head
    κορφιάς ridge
    κορωνίδα apex
    κράμα αλουμινίου aluminium alloy
    κρεμαστή γέφυρα arch suspension bridge
    κρεμαστή γέφυρα cable supported bridge
    κρεμαστή γέφυρα suspension bridge
    κρεμαστή δεξαμενή suspended tank
    κρίσιμη μονάδα critical unit
    κρίσιμος critical
    κριτήρια criteria
    κρούση impact
    κτίρια το ένα πίσω από το άλλο buildings in tandem
    κτιριακό έργο building work
    κτίριο building
    κτίριο building structure
    κτίριο κατοικίας dwelling house
    κτίριο μεγάλου ύψους high-rise building
    κτίριο ορθογωνικής κάτοψης rectangular plan building
    κτιριοδομικός κανονισμός building code
    κυκλικός κύλινδρος circular cylinder
    κύκλος τάσεως stress cycle
    κύκλος φόρτισης stress cycle
    κυκλοφοριακά φορτία traffic load
    κύκλωμα διανομής distribution conduit
    κυλινδρικό κέλυφος cylindrical shell
    κυλινδρικό πλαίσιο cylindrical shell
    κυλιόμενες σκάλες moving stairways
    κύμα wave
    κυμαινόμενα φορτία fluctuating loads
    κυματισμός ripple
    κύρια principal
    Κύρια Κατάταξη Principal Classification
    κυρτή καμπυλότητα convex curvature
    κωδικοποίηση codification
    κωδωνοστάσιο bell tower
    λειτουργία function
    λειτουργία functioning
    λειτουργία ανάληψης φορτίου load bearing function
    λειτουργία διαχωρισμού separative action
    λειτουργικό φορτίο operating load
    λειτουργικότητα performance
    λειτουργικότητα serciceability
    λίθινη κατασκευή masonry structure
    ----------------------------------------------------------------------------------------------

  8. (επάνω) - Ανάρτηση #8
    Τεχνίτης
    Εργοδηγός Δομικών Εργων
    Το μέλος seismic δεν έχει Αβατάριο

    Εγγραφή
    02.12.2009
    Περιοχή
    ΙΟΣ ΚΥΚΛΑΔΕΣ
    Αναρτ.
    658
    Εύσημα

    έδωσε
    80
    έλαβε
    22
    Αρχεία

    Λήψεις
    0
    Ανέβασε
    0

    Προεπιλογή

    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 13
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    καλώδιο ανάρτησης suspended cable
    καλώδιο με νήμα stranded cable
    καλωδιωτή γέφυρα cable stayed bridge
    καμινάδα chimney
    καμινάδα stack
    καμινάδα από οπλισμένο σκυρόδεμα reinforced concrete chimney
    κάμπος lowland
    καμπτική αντοχή bending resistance
    καμπτικός flexural
    καμπύλη υδρογονάνθρακα hydrocarbon curve
    καμπύλο γείσο curved eave
    κάμψη bending
    κανόνας εφαρμογής application rule
    κανόνας σχεδιασμού design rule
    κανόνας της τέχνης workmanship
    κανονική κατανομή normal distribution
    κανονική πολυγωνική διατομή regular polygonal section
    κανονικού βάρους σκυρόδεμα normal weight
    κανονισμός regulation
    κανονισμός standard
    κανονισμός σχεδιασμού design rule
    κανονιστικές αναφορές normative references
    κασσιτερόχαλκος-ορείχαλκος bronze
    κατά μήκος διάσταση alongwind dimension
    κατά μήκος διεύθυνση alongwind direction
    κατά μήκος δύναμη ανέμου longitundinal load
    κατά μήκος επιτάχυνση alongwind acceleration
    κατά μήκος μετατόπιση alongwind displacement
    κατά μήκος ταλαντώσεως alongwind vibration
    κατακόρυφη διεύθυνση vertical direction
    κατάλογος schedule
    κατανομή distribution
    κατανομή lognormal lognormal distribution
    κατανομή ακροτάτων τιμών extreme value distribution
    κατανομή μάζας mass distribution
    κατάντη κλίση downwind slope
    κατάρρευση collapse
    κατασκευαστικές λεπτομέρειες structural detailing
    κατασκευαστική εργασία construction operation
    κατασκευαστικό προϊόν construction product
    κατασκευαστικός κανόνας detailing rule
    κατασκευαστικός σχεδιασμός structural design
    κατασκευή construction work
    κατασκευή structure
    κατασκευή εξ οπτολίνθου και λιθοδομής masonry structure
    κατάσταση situation
    κατάσταση μετά την πυρκαγιά post-fire situation
    ----------------------------------------------------------------------------------------------

    - - - Updated - - -

    - - - Updated - - -


    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 14
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    κατάσταση σχεδιασμού design situation
    κατάσταση σχεδιασμού έναντι πυρκαγιάς fire design situation
    καταστροφικά φαινόμενα hazards
    κατάστρωμα deck
    κατάστρωμα γέφυρας bridge deck
    κατατάξεις classifications
    κατατομή profile
    κατεργασμένος σίδηρος iron, wrought
    κατευθυντήρια οδηγία guideline
    κατηγορία εδάφους terrain category
    κατηγορίες τυπικής πυραντίστασης standard fire resistance rating
    κατοικία dwelling
    κατοικία dwelling house
    κάτοψη plan
    κατώτερος inferior
    κείμενο αναφοράς reference document
    κείμενο καθοδήγησης guidance document
    Κείμενο Κρατικής Εφαρμογής National Application Document
    (NAD)
    κεκλιμένη στέγη pitched roof
    κεκλιμένος inclined
    κέλυφος shell
    κενά voids
    κέντρο βάρους centre of gravity
    κιγκλίδωμα hand rail
    κίνδυνοι hazards
    κίνδυνοι hazards
    κινηματικό ιξώδες kinematic viscosity
    κινητό φορτίο traffic load
    κλάση class
    κλασσικός καλπασμός classical galloping
    κλίμακα scale
    κλιμακοστάσιο stair
    κλιματολογική περιοχή climatic region
    κλίση inclination
    κλίση pitch
    κλίση slope
    κλίση ανάντη upwind slope
    κλίση στέγης pitch angle
    κλίση της στέγης pitch of roof
    κοινοί όροι common terms
    κόκκος granule
    κομβικό σημείο node point
    κόμβος node
    κονίαμα mortar
    κονιορτοποιημένος (αναδευμένος, αναταραγμένος) shaken down
    κόπωση fatigue
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 15
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    κόπωση fatigue loading
    κορμός web
    κορυφή crest
    κορυφή υποστυλώματος column head
    κορφιάς ridge
    κορωνίδα apex
    κράμα αλουμινίου aluminium alloy
    κρεμαστή γέφυρα arch suspension bridge
    κρεμαστή γέφυρα cable supported bridge
    κρεμαστή γέφυρα suspension bridge
    κρεμαστή δεξαμενή suspended tank
    κρίσιμη μονάδα critical unit
    κρίσιμος critical
    κριτήρια criteria
    κρούση impact
    κτίρια το ένα πίσω από το άλλο buildings in tandem
    κτιριακό έργο building work
    κτίριο building
    κτίριο building structure
    κτίριο κατοικίας dwelling house
    κτίριο μεγάλου ύψους high-rise building
    κτίριο ορθογωνικής κάτοψης rectangular plan building
    κτιριοδομικός κανονισμός building code
    κυκλικός κύλινδρος circular cylinder
    κύκλος τάσεως stress cycle
    κύκλος φόρτισης stress cycle
    κυκλοφοριακά φορτία traffic load
    κύκλωμα διανομής distribution conduit
    κυλινδρικό κέλυφος cylindrical shell
    κυλινδρικό πλαίσιο cylindrical shell
    κυλιόμενες σκάλες moving stairways
    κύμα wave
    κυμαινόμενα φορτία fluctuating loads
    κυματισμός ripple
    κύρια principal
    Κύρια Κατάταξη Principal Classification
    κυρτή καμπυλότητα convex curvature
    κωδικοποίηση codification
    κωδωνοστάσιο bell tower
    λειτουργία function
    λειτουργία functioning
    λειτουργία ανάληψης φορτίου load bearing function
    λειτουργία διαχωρισμού separative action
    λειτουργικό φορτίο operating load
    λειτουργικότητα performance
    λειτουργικότητα serciceability
    λίθινη κατασκευή masonry structure
    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 16
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    λόγος Poisson Poisson ratio
    λόγος ανοίγματος span ratios
    λόγος πληρότητας solidity ratio
    λυγηρότητα slenderness
    μαγνησίτης / ανθρακικό μαγνήσιο, τριμμένο magnesite, ground
    μάζα ανά μονάδα όγκου unit mass
    μακροχρόνια δράση long-term action
    μαλακή ινοσανίδα softboard
    μαύρο σώμα black body
    με συνδέσεις συγκολλητές jointed together with adhesives
    μέγεθος magnitude
    μεγεθυντικό φαινόμενο magnification effect
    μέγιστο επιτρεπόμενο φορτίο maximum permitted load
    μέθοδος αξιοπιστίας πρώτης τάξης first order reliability method
    μέθοδος αποτίμησης method of assesment
    μέθοδος κατασκευής method of construction
    μέθοδος μέτρησης της αδιάλειπτης ροής rainflow counting method
    μέθοδος μέτρησης της δεξαμενής reservoir counting method
    μέθοδος ολοκλήρωσης integration method
    μέθοδος των επιμέρους συντελεστών partial factor method
    μειωτικός παράγων reduction factor
    μειωτικός συντελεστής reduction factor
    μελέτη design
    μελετητής designer
    μεμονωμένη δράση single action
    μεμονωμένος λόφος isolated hill
    μερικός συντελεστής ασφαλείας partial safety factor
    μέση απόκριση background response
    μέση τιμή mean value
    μέσο του ανοίγματος widspan
    μεσοχρόνια δράση medium-term action
    μετά την κατασκευή resultant emissivity
    μεταβατική ζώνη transition zone
    μεταβλητή variable
    μεταβλητή δράση variable action
    μεταβλητή κατάσταση transient situation
    μεταβλητός transient
    μεταβλητότητα variability
    μετάδοση θερμότητας με συναγωγή convective heat transfer
    μεταλλική καμινάδα με επένδυση από τοιχοποιία brick lined steel chimney
    μετατόπιση displacement
    μετατοπισμένο φορτίο drift load
    μετατροπή conversion
    μετατροπή transformation
    μεταφορική ιδιοσυχνότητα translational natural frequency
    μετένταση post-tensioning
    μέτρα αποκατάστασης remedial measures
    ----------------------------------------------------------------------------------------------

    - - - Updated - - -

    - - - Updated - - -

    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 13
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    καλώδιο ανάρτησης suspended cable
    καλώδιο με νήμα stranded cable
    καλωδιωτή γέφυρα cable stayed bridge
    καμινάδα chimney
    καμινάδα stack
    καμινάδα από οπλισμένο σκυρόδεμα reinforced concrete chimney
    κάμπος lowland
    καμπτική αντοχή bending resistance
    καμπτικός flexural
    καμπύλη υδρογονάνθρακα hydrocarbon curve
    καμπύλο γείσο curved eave
    κάμψη bending
    κανόνας εφαρμογής application rule
    κανόνας σχεδιασμού design rule
    κανόνας της τέχνης workmanship
    κανονική κατανομή normal distribution
    κανονική πολυγωνική διατομή regular polygonal section
    κανονικού βάρους σκυρόδεμα normal weight
    κανονισμός regulation
    κανονισμός standard
    κανονισμός σχεδιασμού design rule
    κανονιστικές αναφορές normative references
    κασσιτερόχαλκος-ορείχαλκος bronze
    κατά μήκος διάσταση alongwind dimension
    κατά μήκος διεύθυνση alongwind direction
    κατά μήκος δύναμη ανέμου longitundinal load
    κατά μήκος επιτάχυνση alongwind acceleration
    κατά μήκος μετατόπιση alongwind displacement
    κατά μήκος ταλαντώσεως alongwind vibration
    κατακόρυφη διεύθυνση vertical direction
    κατάλογος schedule
    κατανομή distribution
    κατανομή lognormal lognormal distribution
    κατανομή ακροτάτων τιμών extreme value distribution
    κατανομή μάζας mass distribution
    κατάντη κλίση downwind slope
    κατάρρευση collapse
    κατασκευαστικές λεπτομέρειες structural detailing
    κατασκευαστική εργασία construction operation
    κατασκευαστικό προϊόν construction product
    κατασκευαστικός κανόνας detailing rule
    κατασκευαστικός σχεδιασμός structural design
    κατασκευή construction work
    κατασκευή structure
    κατασκευή εξ οπτολίνθου και λιθοδομής masonry structure
    κατάσταση situation
    κατάσταση μετά την πυρκαγιά post-fire situation
    ----------------------------------------------------------------------------------------------

    - - - Updated - - -

    - - - Updated - - -

    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 14
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    κατάσταση σχεδιασμού design situation
    κατάσταση σχεδιασμού έναντι πυρκαγιάς fire design situation
    καταστροφικά φαινόμενα hazards
    κατάστρωμα deck
    κατάστρωμα γέφυρας bridge deck
    κατατάξεις classifications
    κατατομή profile
    κατεργασμένος σίδηρος iron, wrought
    κατευθυντήρια οδηγία guideline
    κατηγορία εδάφους terrain category
    κατηγορίες τυπικής πυραντίστασης standard fire resistance rating
    κατοικία dwelling
    κατοικία dwelling house
    κάτοψη plan
    κατώτερος inferior
    κείμενο αναφοράς reference document
    κείμενο καθοδήγησης guidance document
    Κείμενο Κρατικής Εφαρμογής National Application Document
    (NAD)
    κεκλιμένη στέγη pitched roof
    κεκλιμένος inclined
    κέλυφος shell
    κενά voids
    κέντρο βάρους centre of gravity
    κιγκλίδωμα hand rail
    κίνδυνοι hazards
    κίνδυνοι hazards
    κινηματικό ιξώδες kinematic viscosity
    κινητό φορτίο traffic load
    κλάση class
    κλασσικός καλπασμός classical galloping
    κλίμακα scale
    κλιμακοστάσιο stair
    κλιματολογική περιοχή climatic region
    κλίση inclination
    κλίση pitch
    κλίση slope
    κλίση ανάντη upwind slope
    κλίση στέγης pitch angle
    κλίση της στέγης pitch of roof
    κοινοί όροι common terms
    κόκκος granule
    κομβικό σημείο node point
    κόμβος node
    κονίαμα mortar
    κονιορτοποιημένος (αναδευμένος, αναταραγμένος) shaken down
    κόπωση fatigue
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 15
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    κόπωση fatigue loading
    κορμός web
    κορυφή crest
    κορυφή υποστυλώματος column head
    κορφιάς ridge
    κορωνίδα apex
    κράμα αλουμινίου aluminium alloy
    κρεμαστή γέφυρα arch suspension bridge
    κρεμαστή γέφυρα cable supported bridge
    κρεμαστή γέφυρα suspension bridge
    κρεμαστή δεξαμενή suspended tank
    κρίσιμη μονάδα critical unit
    κρίσιμος critical
    κριτήρια criteria
    κρούση impact
    κτίρια το ένα πίσω από το άλλο buildings in tandem
    κτιριακό έργο building work
    κτίριο building
    κτίριο building structure
    κτίριο κατοικίας dwelling house
    κτίριο μεγάλου ύψους high-rise building
    κτίριο ορθογωνικής κάτοψης rectangular plan building
    κτιριοδομικός κανονισμός building code
    κυκλικός κύλινδρος circular cylinder
    κύκλος τάσεως stress cycle
    κύκλος φόρτισης stress cycle
    κυκλοφοριακά φορτία traffic load
    κύκλωμα διανομής distribution conduit
    κυλινδρικό κέλυφος cylindrical shell
    κυλινδρικό πλαίσιο cylindrical shell
    κυλιόμενες σκάλες moving stairways
    κύμα wave
    κυμαινόμενα φορτία fluctuating loads
    κυματισμός ripple
    κύρια principal
    Κύρια Κατάταξη Principal Classification
    κυρτή καμπυλότητα convex curvature
    κωδικοποίηση codification
    κωδωνοστάσιο bell tower
    λειτουργία function
    λειτουργία functioning
    λειτουργία ανάληψης φορτίου load bearing function
    λειτουργία διαχωρισμού separative action
    λειτουργικό φορτίο operating load
    λειτουργικότητα performance
    λειτουργικότητα serciceability
    λίθινη κατασκευή masonry structure
    ----------------------------------------------------------------------------------------------

    - - - Updated - - -

  9. (επάνω) - Ανάρτηση #9
    Τεχνίτης
    Εργοδηγός Δομικών Εργων
    Το μέλος seismic δεν έχει Αβατάριο

    Εγγραφή
    02.12.2009
    Περιοχή
    ΙΟΣ ΚΥΚΛΑΔΕΣ
    Αναρτ.
    658
    Εύσημα

    έδωσε
    80
    έλαβε
    22
    Αρχεία

    Λήψεις
    0
    Ανέβασε
    0

    Προεπιλογή

    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 13
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    καλώδιο ανάρτησης suspended cable
    καλώδιο με νήμα stranded cable
    καλωδιωτή γέφυρα cable stayed bridge
    καμινάδα chimney
    καμινάδα stack
    καμινάδα από οπλισμένο σκυρόδεμα reinforced concrete chimney
    κάμπος lowland
    καμπτική αντοχή bending resistance
    καμπτικός flexural
    καμπύλη υδρογονάνθρακα hydrocarbon curve
    καμπύλο γείσο curved eave
    κάμψη bending
    κανόνας εφαρμογής application rule
    κανόνας σχεδιασμού design rule
    κανόνας της τέχνης workmanship
    κανονική κατανομή normal distribution
    κανονική πολυγωνική διατομή regular polygonal section
    κανονικού βάρους σκυρόδεμα normal weight
    κανονισμός regulation
    κανονισμός standard
    κανονισμός σχεδιασμού design rule
    κανονιστικές αναφορές normative references
    κασσιτερόχαλκος-ορείχαλκος bronze
    κατά μήκος διάσταση alongwind dimension
    κατά μήκος διεύθυνση alongwind direction
    κατά μήκος δύναμη ανέμου longitundinal load
    κατά μήκος επιτάχυνση alongwind acceleration
    κατά μήκος μετατόπιση alongwind displacement
    κατά μήκος ταλαντώσεως alongwind vibration
    κατακόρυφη διεύθυνση vertical direction
    κατάλογος schedule
    κατανομή distribution
    κατανομή lognormal lognormal distribution
    κατανομή ακροτάτων τιμών extreme value distribution
    κατανομή μάζας mass distribution
    κατάντη κλίση downwind slope
    κατάρρευση collapse
    κατασκευαστικές λεπτομέρειες structural detailing
    κατασκευαστική εργασία construction operation
    κατασκευαστικό προϊόν construction product
    κατασκευαστικός κανόνας detailing rule
    κατασκευαστικός σχεδιασμός structural design
    κατασκευή construction work
    κατασκευή structure
    κατασκευή εξ οπτολίνθου και λιθοδομής masonry structure
    κατάσταση situation
    κατάσταση μετά την πυρκαγιά post-fire situation
    ----------------------------------------------------------------------------------------------

    - - - Updated - - -

    - - - Updated - - -


    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 14
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    κατάσταση σχεδιασμού design situation
    κατάσταση σχεδιασμού έναντι πυρκαγιάς fire design situation
    καταστροφικά φαινόμενα hazards
    κατάστρωμα deck
    κατάστρωμα γέφυρας bridge deck
    κατατάξεις classifications
    κατατομή profile
    κατεργασμένος σίδηρος iron, wrought
    κατευθυντήρια οδηγία guideline
    κατηγορία εδάφους terrain category
    κατηγορίες τυπικής πυραντίστασης standard fire resistance rating
    κατοικία dwelling
    κατοικία dwelling house
    κάτοψη plan
    κατώτερος inferior
    κείμενο αναφοράς reference document
    κείμενο καθοδήγησης guidance document
    Κείμενο Κρατικής Εφαρμογής National Application Document
    (NAD)
    κεκλιμένη στέγη pitched roof
    κεκλιμένος inclined
    κέλυφος shell
    κενά voids
    κέντρο βάρους centre of gravity
    κιγκλίδωμα hand rail
    κίνδυνοι hazards
    κίνδυνοι hazards
    κινηματικό ιξώδες kinematic viscosity
    κινητό φορτίο traffic load
    κλάση class
    κλασσικός καλπασμός classical galloping
    κλίμακα scale
    κλιμακοστάσιο stair
    κλιματολογική περιοχή climatic region
    κλίση inclination
    κλίση pitch
    κλίση slope
    κλίση ανάντη upwind slope
    κλίση στέγης pitch angle
    κλίση της στέγης pitch of roof
    κοινοί όροι common terms
    κόκκος granule
    κομβικό σημείο node point
    κόμβος node
    κονίαμα mortar
    κονιορτοποιημένος (αναδευμένος, αναταραγμένος) shaken down
    κόπωση fatigue
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 15
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    κόπωση fatigue loading
    κορμός web
    κορυφή crest
    κορυφή υποστυλώματος column head
    κορφιάς ridge
    κορωνίδα apex
    κράμα αλουμινίου aluminium alloy
    κρεμαστή γέφυρα arch suspension bridge
    κρεμαστή γέφυρα cable supported bridge
    κρεμαστή γέφυρα suspension bridge
    κρεμαστή δεξαμενή suspended tank
    κρίσιμη μονάδα critical unit
    κρίσιμος critical
    κριτήρια criteria
    κρούση impact
    κτίρια το ένα πίσω από το άλλο buildings in tandem
    κτιριακό έργο building work
    κτίριο building
    κτίριο building structure
    κτίριο κατοικίας dwelling house
    κτίριο μεγάλου ύψους high-rise building
    κτίριο ορθογωνικής κάτοψης rectangular plan building
    κτιριοδομικός κανονισμός building code
    κυκλικός κύλινδρος circular cylinder
    κύκλος τάσεως stress cycle
    κύκλος φόρτισης stress cycle
    κυκλοφοριακά φορτία traffic load
    κύκλωμα διανομής distribution conduit
    κυλινδρικό κέλυφος cylindrical shell
    κυλινδρικό πλαίσιο cylindrical shell
    κυλιόμενες σκάλες moving stairways
    κύμα wave
    κυμαινόμενα φορτία fluctuating loads
    κυματισμός ripple
    κύρια principal
    Κύρια Κατάταξη Principal Classification
    κυρτή καμπυλότητα convex curvature
    κωδικοποίηση codification
    κωδωνοστάσιο bell tower
    λειτουργία function
    λειτουργία functioning
    λειτουργία ανάληψης φορτίου load bearing function
    λειτουργία διαχωρισμού separative action
    λειτουργικό φορτίο operating load
    λειτουργικότητα performance
    λειτουργικότητα serciceability
    λίθινη κατασκευή masonry structure
    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 16
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    λόγος Poisson Poisson ratio
    λόγος ανοίγματος span ratios
    λόγος πληρότητας solidity ratio
    λυγηρότητα slenderness
    μαγνησίτης / ανθρακικό μαγνήσιο, τριμμένο magnesite, ground
    μάζα ανά μονάδα όγκου unit mass
    μακροχρόνια δράση long-term action
    μαλακή ινοσανίδα softboard
    μαύρο σώμα black body
    με συνδέσεις συγκολλητές jointed together with adhesives
    μέγεθος magnitude
    μεγεθυντικό φαινόμενο magnification effect
    μέγιστο επιτρεπόμενο φορτίο maximum permitted load
    μέθοδος αξιοπιστίας πρώτης τάξης first order reliability method
    μέθοδος αποτίμησης method of assesment
    μέθοδος κατασκευής method of construction
    μέθοδος μέτρησης της αδιάλειπτης ροής rainflow counting method
    μέθοδος μέτρησης της δεξαμενής reservoir counting method
    μέθοδος ολοκλήρωσης integration method
    μέθοδος των επιμέρους συντελεστών partial factor method
    μειωτικός παράγων reduction factor
    μειωτικός συντελεστής reduction factor
    μελέτη design
    μελετητής designer
    μεμονωμένη δράση single action
    μεμονωμένος λόφος isolated hill
    μερικός συντελεστής ασφαλείας partial safety factor
    μέση απόκριση background response
    μέση τιμή mean value
    μέσο του ανοίγματος widspan
    μεσοχρόνια δράση medium-term action
    μετά την κατασκευή resultant emissivity
    μεταβατική ζώνη transition zone
    μεταβλητή variable
    μεταβλητή δράση variable action
    μεταβλητή κατάσταση transient situation
    μεταβλητός transient
    μεταβλητότητα variability
    μετάδοση θερμότητας με συναγωγή convective heat transfer
    μεταλλική καμινάδα με επένδυση από τοιχοποιία brick lined steel chimney
    μετατόπιση displacement
    μετατοπισμένο φορτίο drift load
    μετατροπή conversion
    μετατροπή transformation
    μεταφορική ιδιοσυχνότητα translational natural frequency
    μετένταση post-tensioning
    μέτρα αποκατάστασης remedial measures
    ----------------------------------------------------------------------------------------------

    - - - Updated - - -

    - - - Updated - - -

    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 13
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    καλώδιο ανάρτησης suspended cable
    καλώδιο με νήμα stranded cable
    καλωδιωτή γέφυρα cable stayed bridge
    καμινάδα chimney
    καμινάδα stack
    καμινάδα από οπλισμένο σκυρόδεμα reinforced concrete chimney
    κάμπος lowland
    καμπτική αντοχή bending resistance
    καμπτικός flexural
    καμπύλη υδρογονάνθρακα hydrocarbon curve
    καμπύλο γείσο curved eave
    κάμψη bending
    κανόνας εφαρμογής application rule
    κανόνας σχεδιασμού design rule
    κανόνας της τέχνης workmanship
    κανονική κατανομή normal distribution
    κανονική πολυγωνική διατομή regular polygonal section
    κανονικού βάρους σκυρόδεμα normal weight
    κανονισμός regulation
    κανονισμός standard
    κανονισμός σχεδιασμού design rule
    κανονιστικές αναφορές normative references
    κασσιτερόχαλκος-ορείχαλκος bronze
    κατά μήκος διάσταση alongwind dimension
    κατά μήκος διεύθυνση alongwind direction
    κατά μήκος δύναμη ανέμου longitundinal load
    κατά μήκος επιτάχυνση alongwind acceleration
    κατά μήκος μετατόπιση alongwind displacement
    κατά μήκος ταλαντώσεως alongwind vibration
    κατακόρυφη διεύθυνση vertical direction
    κατάλογος schedule
    κατανομή distribution
    κατανομή lognormal lognormal distribution
    κατανομή ακροτάτων τιμών extreme value distribution
    κατανομή μάζας mass distribution
    κατάντη κλίση downwind slope
    κατάρρευση collapse
    κατασκευαστικές λεπτομέρειες structural detailing
    κατασκευαστική εργασία construction operation
    κατασκευαστικό προϊόν construction product
    κατασκευαστικός κανόνας detailing rule
    κατασκευαστικός σχεδιασμός structural design
    κατασκευή construction work
    κατασκευή structure
    κατασκευή εξ οπτολίνθου και λιθοδομής masonry structure
    κατάσταση situation
    κατάσταση μετά την πυρκαγιά post-fire situation
    ----------------------------------------------------------------------------------------------

    - - - Updated - - -

    - - - Updated - - -

    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 14
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    κατάσταση σχεδιασμού design situation
    κατάσταση σχεδιασμού έναντι πυρκαγιάς fire design situation
    καταστροφικά φαινόμενα hazards
    κατάστρωμα deck
    κατάστρωμα γέφυρας bridge deck
    κατατάξεις classifications
    κατατομή profile
    κατεργασμένος σίδηρος iron, wrought
    κατευθυντήρια οδηγία guideline
    κατηγορία εδάφους terrain category
    κατηγορίες τυπικής πυραντίστασης standard fire resistance rating
    κατοικία dwelling
    κατοικία dwelling house
    κάτοψη plan
    κατώτερος inferior
    κείμενο αναφοράς reference document
    κείμενο καθοδήγησης guidance document
    Κείμενο Κρατικής Εφαρμογής National Application Document
    (NAD)
    κεκλιμένη στέγη pitched roof
    κεκλιμένος inclined
    κέλυφος shell
    κενά voids
    κέντρο βάρους centre of gravity
    κιγκλίδωμα hand rail
    κίνδυνοι hazards
    κίνδυνοι hazards
    κινηματικό ιξώδες kinematic viscosity
    κινητό φορτίο traffic load
    κλάση class
    κλασσικός καλπασμός classical galloping
    κλίμακα scale
    κλιμακοστάσιο stair
    κλιματολογική περιοχή climatic region
    κλίση inclination
    κλίση pitch
    κλίση slope
    κλίση ανάντη upwind slope
    κλίση στέγης pitch angle
    κλίση της στέγης pitch of roof
    κοινοί όροι common terms
    κόκκος granule
    κομβικό σημείο node point
    κόμβος node
    κονίαμα mortar
    κονιορτοποιημένος (αναδευμένος, αναταραγμένος) shaken down
    κόπωση fatigue
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 15
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    κόπωση fatigue loading
    κορμός web
    κορυφή crest
    κορυφή υποστυλώματος column head
    κορφιάς ridge
    κορωνίδα apex
    κράμα αλουμινίου aluminium alloy
    κρεμαστή γέφυρα arch suspension bridge
    κρεμαστή γέφυρα cable supported bridge
    κρεμαστή γέφυρα suspension bridge
    κρεμαστή δεξαμενή suspended tank
    κρίσιμη μονάδα critical unit
    κρίσιμος critical
    κριτήρια criteria
    κρούση impact
    κτίρια το ένα πίσω από το άλλο buildings in tandem
    κτιριακό έργο building work
    κτίριο building
    κτίριο building structure
    κτίριο κατοικίας dwelling house
    κτίριο μεγάλου ύψους high-rise building
    κτίριο ορθογωνικής κάτοψης rectangular plan building
    κτιριοδομικός κανονισμός building code
    κυκλικός κύλινδρος circular cylinder
    κύκλος τάσεως stress cycle
    κύκλος φόρτισης stress cycle
    κυκλοφοριακά φορτία traffic load
    κύκλωμα διανομής distribution conduit
    κυλινδρικό κέλυφος cylindrical shell
    κυλινδρικό πλαίσιο cylindrical shell
    κυλιόμενες σκάλες moving stairways
    κύμα wave
    κυμαινόμενα φορτία fluctuating loads
    κυματισμός ripple
    κύρια principal
    Κύρια Κατάταξη Principal Classification
    κυρτή καμπυλότητα convex curvature
    κωδικοποίηση codification
    κωδωνοστάσιο bell tower
    λειτουργία function
    λειτουργία functioning
    λειτουργία ανάληψης φορτίου load bearing function
    λειτουργία διαχωρισμού separative action
    λειτουργικό φορτίο operating load
    λειτουργικότητα performance
    λειτουργικότητα serciceability

  10. (επάνω) - Ανάρτηση #10
    Τεχνίτης
    Εργοδηγός Δομικών Εργων
    Το μέλος seismic δεν έχει Αβατάριο

    Εγγραφή
    02.12.2009
    Περιοχή
    ΙΟΣ ΚΥΚΛΑΔΕΣ
    Αναρτ.
    658
    Εύσημα

    έδωσε
    80
    έλαβε
    22
    Αρχεία

    Λήψεις
    0
    Ανέβασε
    0

    Προεπιλογή

    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 17
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    μέτρο δυσκαμψίας measure of rigidity
    μέτρο ελαστικότητας modulus of elasticity
    μέτρο ελαστικότητας Young's modulus
    μέτρο ολίσθησης συνδέσμου slip modulus
    μη αναστρέψιμος irreversible
    μη αντηχητικός non resonant
    μη σκληρυθέν σκυρόδεμα unhardened concrete
    μη συμμετρική κατανομή non-symmetrical distribution
    μη- φέροντα στοιχεία non-structural elements
    μη-γραμμική non-linear
    μη-γραμμική ανάλυση non-linear analysis
    μη-καταστροφικός non-destructive
    μήκος ανάπτυξης κυματισμού fetch upwind
    μήκος συσσώρευσης drift length
    μήκος συσχετίσεως correlation length
    μήκος της επιφάνειας συσσώρευσης χιονιού length of snow drift
    μηχανή κυλινδρισμού rolling engine
    μηχάνημα machine
    μηχάνημα machinery
    μηχανική πυρασφάλειας fire safety engineering
    μηχανικός σύνδεσμος mechanical fastener
    μηχανογράφηση computation
    μηχανοκίνητη γέφυρα mechanically-moveable bridge
    μίγμα αδρανών για σκυρόδεμα aggregate for concrete crude
    μικροδιόρθωση minor repair
    μικτή επιφάνεια gross area
    μικτό βάρος gross weight
    μνημειώδη κτιριακά δομήματα monumental building structures
    μονάδα επιφάνειας unit area
    μονάδα -προς-μονάδα unit-by-unit
    μοναδική δράση single action
    μόνιμη δράση permanent action
    μόνιμη κατάσταση persistent situation
    μόνιμος persistent
    μονοκλινής στέγη monopitch roof
    μονόρριχτη στέγη monopitch roof
    μοντέλο model
    μοντέλο ανάλυσης analytical model
    μοντέλο υπολογισμού calculation model
    μόνωση insulation
    μοριοσανίδες particle boards
    μοριοσανίδες από πλανίσματα (στρώσεις οδοντωτώς
    συγκολλημένες και προσανατολισμένες)
    flakeboard, oriented strand board,
    waferboard
    μοριοσανίδες με συγκολλητικό τσιμεντοκονία, τσιμεντοσανίδες cement-bonded particleboard
    μοριοσανίδες πολύ χαμηλής πυκνότητας, τεμαχιοσανίδες chipboard
    μορφή form
    μορφή mode

    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 18
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    μορφή modelling
    μορφολογία των βουνών orography
    μπαλκόνι balcony
    μπρούντζος-ορείχαλκος brass
    νερό, φυσικό (φρέσκο) water, fresh
    ξηραμένη σε φούρνο μάζα oven-dry mass
    ξύλινη κατασκευή timper structure
    ξύλο timber
    ξυλοκάρβουνο charcoal
    ογκώδη υλικά bulk materials
    οδηγία guidance
    Οδηγία Δομικών Προϊόντων Construction Products Directive
    Οδηγία περί Προϊόντων Κατασκευών Construction Products Directive
    οδηγοί-κανόνες prescriptive rules
    οδηγός screed
    οδηγός καλωδίου cable truncking
    οδική γέφυρα highway bridge
    οδική γέφυρα road bridge
    οδογέφυρα road bridge
    οδός κυκλοφορίας carriageway
    οδόστρωμα carriageway deck
    οδόστρωμα οδικών γεφυρών pavement of road bridges
    οδόστρωμα σιδηροδρομικών γεφυρών pavement of rail bridges
    οικιακός domestic
    οιονεί μόνιμη τιμή quasi-permanent value
    οιονεί-στατική δράση quasi-static action
    ολιγοκυκλική κόπωση low cycle fatigue
    ολική πίεση net pressure
    ολισθαίνουσα μάζα χιονιού sliding mass of snow
    ολίσθηση sliding
    ομοιόμορφα κατανεμημένο φορτίο uniformly distributed load
    ονομαστικές καμπύλες θερμοκρασίας-χρόνου nominal temperature-time curve
    ονομαστική καμπύλη θερμοκρασίας-χρόνου standard temperature-time curve
    ονομαστική τιμή nominal value
    ονομαστικός nominal
    οξεία γωνία sharp corner
    οπλισμένο σκυρόδεμα reinforced concrete
    οπτή γη (τερακότα), στερεά terra cotta, solid
    οπτοπλινθοδομή masonry
    οργανωτικά μέτρα organizational measures
    ορθή τάση normal stress
    ορθογωνική διατομή rectangular cross section
    ορθογωνική διατομή rectangular section
    όρια βελών deflection limits
    οριακή κατάσταση limit state
    οριακή κατάσταση αστοχίας ultimate limit state
    οριακή τιμή critical value
    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 19
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    οριζόντια δοκός ridge
    οριζόντια προβολή actual length
    όριο boundary
    όριο του περιβάλλοντος boundary of enclosure
    ορισμός definition
    ορισμός key
    οριστική τιμή definitive value
    όρος statement
    όροφος storey
    ορυκτή άσφαλτος bitumen
    όχημα vehicle
    όψη elevation
    όψη facade
    παθητικά προστατευτικά μέτρα passive fire protection measures
    πακτωμένη κατασκευή clamped structure
    παλίρροια tide
    πανέλα panels
    παραγωγή production
    παράγων ανοιγμάτων opening factor
    παραδοχή assumption
    παραδοχή statement
    παραθαλάσσια ζώνη coastal zone
    παραμένει επαρκές remain fit
    παραμένουσα παραμόρφωση residual deformation
    παραμετρική έκθεση σε πυρκαγιά parametric fire exposure
    παράμετρος σχήματος shape parameter
    παραμόρφωση deflection
    παραμόρφωση deformation
    παραμόρφωση strain
    παραμορφωσιμότητα deformability
    παραπέτασμα τοίχου cutrain walling
    παραπέτο parapet
    παράρτημα annex
    παράσταση representation
    παρειά slope
    παρεμποδιζόμενη διόγκωση, εξαναγκασμένη διαστολή constrained expansion
    πασαρέλα επιθεώρησης gantry girder
    πάσσαλοι θεμελίωσης foundation piles
    πάσσαλος pile
    πάτωμα floor
    πάχος δίσκου plate thickness
    πεδίο εφαρμογής scope
    πεζογέφυρα foot bridge
    πεζογέφυρα pedestrian bridge
    πεζοδρόμιο footway
    πειραματικές διερευνήσεις experimental investigation
    πειραματικό πρότυπο prestandard
    ----------------------------------------------------------------------------------------------

    - - - Updated - - -

    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 20
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    πέλμα flange
    πεπερασμένη λυγηρότητα finite slederness
    πεπερασμένο στοιχείο finite element model
    περίβλημα κτιρίου building enclosure
    περιγεγραμμένη περιφέρεια κύκλου circumscribed circumference
    περιδήνηση vortex shedding
    περιεκτικότητα σε υγρασία moisture content
    περίοδος επαναφοράς return period
    περιορισμός limitation
    περιορισμός restraint
    περιοχή κατοικίας residential area
    περιοχή με αεροδυναμικές ανωμαλίες area of aerodynamic shade
    περιοχή πρόσβασης access area
    περίπτωση situation
    περιπτωσιακή κατάσταση accidental situation
    περίχωρα suburban
    πηχοσανίδες laminboard and blockboard
    πίεση αναφοράς του ανέμου dinstinction
    πίεση ανέμου wind pressure
    πίεση βάσης base pressure
    πιθανότητα likelihood
    πιθανότητα κατανομής probability distribution
    πιθανότητα υπέρβασης probability of exceedence
    πιθανοτική θεωρία αξιοπιστίας probabilistic reliability theory
    πιλοτική δοκιμή pilot test
    πινακίδα signboard
    πινακοποιημένα δεδομένα tabulated data
    πίσσα tar
    πισσαρισμένη σανίδα tar-board
    πλαγιοφόρτιση lateral loading
    πλαίσιο frame
    πλαίσιο τοίχου wall-panel
    πλάκα plate
    πλάκα slab
    πλακάκι πισσαφάλτου pitch tile
    πλακοδοκοί (κρυφοδοκοί) με κυψελωτές πλάκες beam and hollow-pot floors
    πλακοειδής διατομή plate-like section
    πλαστικά plastics
    πλαστικές ζώνες plastic zones
    πλάστιμος ductile
    πλευρά aspect
    πλευρικός lateral
    πλήγμα buffeting
    πλήγμα του ομόρρους wake buffeting
    πλήρης γωνία solid angle
    πληρότητα solidiity
    πληροφοριακό παράρτημα informative annex
    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 21
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    πληροφορίες provisions
    πλήρως ανεπτυγμένη πυρκαιά fully developed fire
    ποιότητα quality
    πολλαπλά επίπεδα multilevel
    πολυαιθυλένιο polyethylene
    πολυβινυλοχλωρίδιο, σε σκόνη polyvinylochloride, powder
    πολυεστερική ρητίνη polyester resin
    πολυκλινής στέγη multipitch roof
    πολυκλινής στέγη multispan roof
    πολυκυκλική κόπωση high cycle fatigue
    πολυμορφική κατανομή multimodal distribution
    πολυόροφος multi-storey
    πολυστερίνη polystyrene
    πολυστερίνη ανεπτυγμένη με κενά αέρα expanded polystyrene
    πολυστυρόλιο σε κόκκους polystyrol granulated
    πολυώροφη πλαισιωτή κατασκευή multi-storey frame structure
    πορώδες porosity
    ποσοστά απόσβεσης damping ratios
    ποσοστημόριο της υπόψη ιδιότητας practice in the distribution of the
    property
    ποσοστιμόριο fractile
    ποσοστό ισορροπίας equilibrium moisture content
    ποσοστό υγρασίας equilibrium moisture content
    ποσοτικοποίηση quantification
    πραγματικός actual
    πρόβλεψη forecasting
    πρόβλεψη provision
    πρόβλεψη provision
    πρόβλεψη μέσων provisions
    προβολοδόμηση cantilevered
    πρόβολος cantilevered structure
    πρόβολος projection
    προγραμματισμός planning
    προδιαγραμμένα κριτήρια λειτουργίας specified service criteria
    προδιαγραφή specification
    προδιαγραφή standard
    προδιατρημένη ριπή preboned hole
    προεκβολή extrapolation
    προένταση prestressing
    προεντεταμένος prestressed
    προεξοχή projection
    προκανονισμός prestandard
    προκατασκευή prefabicated
    προλεγόμενα background
    προπέτασμα parapet
    προσαρμογή adjustment
    προσάρτημα annex
    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 22
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    προσάρτημα appendage
    προσβασιμότητα accessibility
    προσδιορισμική μεταβλητή deterministic variable
    προσδιορισμός definition
    προσεγγίσεις considerations
    πρόσημο sign
    προσήνεμη επιφάνεια upwind face
    προσήνεμος winward
    πρόσκρουση impact
    πρόσμικτα σκυροδέματος aggregate concrete
    πρόσμικτο aggregate
    προσομοίωμα model
    προσομοίωση modelling
    προσομοίωση simulation
    προστατευμένη δίοδος snowguard
    προστατευτικό μέτρο protective measure
    προστατευτικό στρώμα σκυροδέματος concrete protective layer
    προστέγασμα awning
    προσωπικό που διαθέτει τα κατάλληλα προσόντα και εμπειρία qualified and experienced
    personnel
    προσωρινές καταστάσεις transient situations
    προσωρινός temporary
    πρότυπο standard
    πτερυγισμός flutter
    πτύχωση fold
    πτυχωτή περιοχή undulating region
    πυκνή βροχή heavy rain
    πυκνός ασβεστόλιθος dense limestone
    πυκνότητα bulk weight density
    πυκνότητα density
    πυκνότητα unit mass
    πυκνότητα υλικού σε κατάσταση χύμα bulk weight density
    πυκνότητα φάσματος spectral density
    πυκνότητα φορτίου πυρκαιάς fire load density
    πυλώνας pylon
    πυραντίσταση fire resistance
    πυργοδικτύωμα lattice tower
    πύργος παρατήρησης observation tower
    πυρηνικός σταθμός nuclear structure
    πυριτικό ασβέστιο calcium silicate
    πυρκαγιά σχεδιασμού design fire
    πυροδιαμέρισμα fire compartment
    πυροπροστασία fire protection
    πυροσβεστικό όχημα fire engine
    πυρότοιχος fire wall
    ράβδος rod
    ράβδωση rib

    - - - Updated - - -

    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 23
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    ρεύμα current
    ρεύμα αέρος air stream
    ρηγμάτωση crack
    ρηγμάτωση cracking
    ρητίνη κόλλας glue resin
    ροή flow
    ροή flux
    ροή αέρα airflow
    ροπή moment
    ροπή αδράνειας second moment of area
    ροπή κάμψεως bending moment
    ροπή στρέψεως torsional moment
    ρυθμός καύσης rate of burning
    σβώλος (χωρίς κανονισμένο σχήμα) lump
    σε σάκο in bag
    σειρά δοκιμών test series
    σεισμική δράση seismic action
    σεισμική κατάσταση seismic situation
    σεισμός earthquake
    σημείο μηδενισμού της στροφής της διατομής antinode
    σημείωση notation
    σημύδα birch
    σήραγγα ανέμου wind tunnel
    σιδηροδρομική γέφυρα rail bridge
    σιδηροδρομική γέφυρα railway bridge
    σιδηροτροχιά ballasted track
    σιδηροτροχιά rail
    σιλό silos
    σιταποθήκη dutch barn
    σκάλα πρόσβασης access ladder
    σκεπαστή γέφυρα roofed bridge
    σκέπαστρο obstacle
    σκηνή θεάτρου stage
    σκληρή ινοσανίδα μέτριας πυκνότητας hardboard, standard and tempered
    σκοπός objective
    σκοπός scope
    σκοπούμενη πιθανότητα intended propability
    σκοπούμενη χρήση intended use
    σκοπούμενο μέγεθος target size
    σκουριά slag
    σκύρα ballast
    σκυρόδεμα concrete
    σκυρόδεμα με εγκλωβισμένο αέρα (κυψελομπετόν) autoclaved aerated concrete
    σκυροστρωμένη βάση (υπόστρωμα) ballasted bed
    σοβάς plaster
    σπασμένα τούβλα broken brick
    σπειροειδές καλώδιο spiral cable
    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 24
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    στάδια stadia
    σταθερά Stefan Boltzmann Stefan Boltzmann constant
    σταθερά μηχανήματα fixed machinery
    σταθερή (παγιοποιημένη) δράση fixed action
    σταθερή απόκριση steady-state
    σταθεροποιητική δράση stabilizing action
    σταθερότητα consistency
    στάθμη της θάλασσας sea level
    στάθμη του εδάφους ground level
    στάθμη φορτίου load level
    στατικές δράσεις static actions
    στατική ανάλυση structural analysis
    στατική αποδοχή structural appraisal
    στατική ένταση background component
    στατική επάρκεια static equilibrium
    στατική ευστάθεια static equilibrium
    στατικός structural
    στατιστική ερμηνεία statistical interpretation
    στέγαστρο canopy roof
    στέγαστρο, προεξοχή awning
    στέγη roof
    στέγη πολλαπλών ανοιγμάτων multispan roof
    στέγη σε πρόβολο cantilevered roof
    στερεά καύσιμα solid fuels
    στερεό σώμα rigid body
    στερεοπλαστική rigid-plastic
    στερέωση fixing
    στηθαίο parapet
    στηθαίο, κράσπεδο kerb
    στηρίξεις supports
    στήριξη support
    στιγμιαία δράση instantaneous action
    στιγμιαίος instantaneous
    στοά θέασης spectator gallery
    στοιχείο component
    στοιχείο ασφαλείας safety element
    στοιχειώδης επιφάνεια incremental area
    στοχαστική απόκριση stochastic response
    στόχος objective
    στρεπτική ακαμψία torsional stiffness
    στρεπτικό φαινόμενο torsional effect
    στρέψη torsion
    στρογγυλευμένη γωνία rounded corner
    στροφή rotational displacement
    στρώμα αέρος air layer
    στρωτήρας (τραβέρσα) sleeper
    στύλος φωτισμού lighting column
    ----------------------------------------------------------------------------------------------

  11. (επάνω) - Ανάρτηση #11
    Τεχνίτης
    Εργοδηγός Δομικών Εργων
    Το μέλος seismic δεν έχει Αβατάριο

    Εγγραφή
    02.12.2009
    Περιοχή
    ΙΟΣ ΚΥΚΛΑΔΕΣ
    Αναρτ.
    658
    Εύσημα

    έδωσε
    80
    έλαβε
    22
    Αρχεία

    Λήψεις
    0
    Ανέβασε
    0

    Προεπιλογή

    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 17
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    μέτρο δυσκαμψίας measure of rigidity
    μέτρο ελαστικότητας modulus of elasticity
    μέτρο ελαστικότητας Young's modulus
    μέτρο ολίσθησης συνδέσμου slip modulus
    μη αναστρέψιμος irreversible
    μη αντηχητικός non resonant
    μη σκληρυθέν σκυρόδεμα unhardened concrete
    μη συμμετρική κατανομή non-symmetrical distribution
    μη- φέροντα στοιχεία non-structural elements
    μη-γραμμική non-linear
    μη-γραμμική ανάλυση non-linear analysis
    μη-καταστροφικός non-destructive
    μήκος ανάπτυξης κυματισμού fetch upwind
    μήκος συσσώρευσης drift length
    μήκος συσχετίσεως correlation length
    μήκος της επιφάνειας συσσώρευσης χιονιού length of snow drift
    μηχανή κυλινδρισμού rolling engine
    μηχάνημα machine
    μηχάνημα machinery
    μηχανική πυρασφάλειας fire safety engineering
    μηχανικός σύνδεσμος mechanical fastener
    μηχανογράφηση computation
    μηχανοκίνητη γέφυρα mechanically-moveable bridge
    μίγμα αδρανών για σκυρόδεμα aggregate for concrete crude
    μικροδιόρθωση minor repair
    μικτή επιφάνεια gross area
    μικτό βάρος gross weight
    μνημειώδη κτιριακά δομήματα monumental building structures
    μονάδα επιφάνειας unit area
    μονάδα -προς-μονάδα unit-by-unit
    μοναδική δράση single action
    μόνιμη δράση permanent action
    μόνιμη κατάσταση persistent situation
    μόνιμος persistent
    μονοκλινής στέγη monopitch roof
    μονόρριχτη στέγη monopitch roof
    μοντέλο model
    μοντέλο ανάλυσης analytical model
    μοντέλο υπολογισμού calculation model
    μόνωση insulation
    μοριοσανίδες particle boards
    μοριοσανίδες από πλανίσματα (στρώσεις οδοντωτώς
    συγκολλημένες και προσανατολισμένες)
    flakeboard, oriented strand board,
    waferboard
    μοριοσανίδες με συγκολλητικό τσιμεντοκονία, τσιμεντοσανίδες cement-bonded particleboard
    μοριοσανίδες πολύ χαμηλής πυκνότητας, τεμαχιοσανίδες chipboard
    μορφή form
    μορφή mode

    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 18
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    μορφή modelling
    μορφολογία των βουνών orography
    μπαλκόνι balcony
    μπρούντζος-ορείχαλκος brass
    νερό, φυσικό (φρέσκο) water, fresh
    ξηραμένη σε φούρνο μάζα oven-dry mass
    ξύλινη κατασκευή timper structure
    ξύλο timber
    ξυλοκάρβουνο charcoal
    ογκώδη υλικά bulk materials
    οδηγία guidance
    Οδηγία Δομικών Προϊόντων Construction Products Directive
    Οδηγία περί Προϊόντων Κατασκευών Construction Products Directive
    οδηγοί-κανόνες prescriptive rules
    οδηγός screed
    οδηγός καλωδίου cable truncking
    οδική γέφυρα highway bridge
    οδική γέφυρα road bridge
    οδογέφυρα road bridge
    οδός κυκλοφορίας carriageway
    οδόστρωμα carriageway deck
    οδόστρωμα οδικών γεφυρών pavement of road bridges
    οδόστρωμα σιδηροδρομικών γεφυρών pavement of rail bridges
    οικιακός domestic
    οιονεί μόνιμη τιμή quasi-permanent value
    οιονεί-στατική δράση quasi-static action
    ολιγοκυκλική κόπωση low cycle fatigue
    ολική πίεση net pressure
    ολισθαίνουσα μάζα χιονιού sliding mass of snow
    ολίσθηση sliding
    ομοιόμορφα κατανεμημένο φορτίο uniformly distributed load
    ονομαστικές καμπύλες θερμοκρασίας-χρόνου nominal temperature-time curve
    ονομαστική καμπύλη θερμοκρασίας-χρόνου standard temperature-time curve
    ονομαστική τιμή nominal value
    ονομαστικός nominal
    οξεία γωνία sharp corner
    οπλισμένο σκυρόδεμα reinforced concrete
    οπτή γη (τερακότα), στερεά terra cotta, solid
    οπτοπλινθοδομή masonry
    οργανωτικά μέτρα organizational measures
    ορθή τάση normal stress
    ορθογωνική διατομή rectangular cross section
    ορθογωνική διατομή rectangular section
    όρια βελών deflection limits
    οριακή κατάσταση limit state
    οριακή κατάσταση αστοχίας ultimate limit state
    οριακή τιμή critical value
    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 19
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    οριζόντια δοκός ridge
    οριζόντια προβολή actual length
    όριο boundary
    όριο του περιβάλλοντος boundary of enclosure
    ορισμός definition
    ορισμός key
    οριστική τιμή definitive value
    όρος statement
    όροφος storey
    ορυκτή άσφαλτος bitumen
    όχημα vehicle
    όψη elevation
    όψη facade



    - - - Updated - - -

    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 23
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    ρεύμα current
    ρεύμα αέρος air stream
    ρηγμάτωση crack
    ρηγμάτωση cracking
    ρητίνη κόλλας glue resin
    ροή flow
    ροή flux
    ροή αέρα airflow
    ροπή moment
    ροπή αδράνειας second moment of area
    ροπή κάμψεως bending moment
    ροπή στρέψεως torsional moment
    ρυθμός καύσης rate of burning
    σβώλος (χωρίς κανονισμένο σχήμα) lump
    σε σάκο in bag
    σειρά δοκιμών test series
    σεισμική δράση seismic action
    σεισμική κατάσταση seismic situation
    σεισμός earthquake
    σημείο μηδενισμού της στροφής της διατομής antinode
    σημείωση notation
    σημύδα birch
    σήραγγα ανέμου wind tunnel
    σιδηροδρομική γέφυρα rail bridge
    σιδηροδρομική γέφυρα railway bridge
    σιδηροτροχιά ballasted track
    σιδηροτροχιά rail
    σιλό silos
    σιταποθήκη dutch barn
    σκάλα πρόσβασης access ladder
    σκεπαστή γέφυρα roofed bridge
    σκέπαστρο obstacle
    σκηνή θεάτρου stage
    σκληρή ινοσανίδα μέτριας πυκνότητας hardboard, standard and tempered
    σκοπός objective
    σκοπός scope
    σκοπούμενη πιθανότητα intended propability
    σκοπούμενη χρήση intended use
    σκοπούμενο μέγεθος target size
    σκουριά slag
    σκύρα ballast
    σκυρόδεμα concrete
    σκυρόδεμα με εγκλωβισμένο αέρα (κυψελομπετόν) autoclaved aerated concrete
    σκυροστρωμένη βάση (υπόστρωμα) ballasted bed
    σοβάς plaster
    σπασμένα τούβλα broken brick
    σπειροειδές καλώδιο spiral cable
    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 24
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    στάδια stadia
    σταθερά Stefan Boltzmann Stefan Boltzmann constant
    σταθερά μηχανήματα fixed machinery
    σταθερή (παγιοποιημένη) δράση fixed action
    σταθερή απόκριση steady-state
    σταθεροποιητική δράση stabilizing action
    σταθερότητα consistency
    στάθμη της θάλασσας sea level
    στάθμη του εδάφους ground level
    στάθμη φορτίου load level
    στατικές δράσεις static actions
    στατική ανάλυση structural analysis
    στατική αποδοχή structural appraisal
    στατική ένταση background component
    στατική επάρκεια static equilibrium
    στατική ευστάθεια static equilibrium
    στατικός structural
    στατιστική ερμηνεία statistical interpretation
    στέγαστρο canopy roof
    στέγαστρο, προεξοχή awning
    στέγη roof
    στέγη πολλαπλών ανοιγμάτων multispan roof
    στέγη σε πρόβολο cantilevered roof
    στερεά καύσιμα solid fuels
    στερεό σώμα rigid body
    στερεοπλαστική rigid-plastic
    στερέωση fixing
    στηθαίο parapet
    στηθαίο, κράσπεδο kerb
    στηρίξεις supports
    στήριξη support
    στιγμιαία δράση instantaneous action
    στιγμιαίος instantaneous
    στοά θέασης spectator gallery
    στοιχείο component
    στοιχείο ασφαλείας safety element
    στοιχειώδης επιφάνεια incremental area
    στοχαστική απόκριση stochastic response
    στόχος objective
    στρεπτική ακαμψία torsional stiffness
    στρεπτικό φαινόμενο torsional effect
    στρέψη torsion
    στρογγυλευμένη γωνία rounded corner
    στροφή rotational displacement
    στρώμα αέρος air layer
    στρωτήρας (τραβέρσα) sleeper
    στύλος φωτισμού lighting column

    - - - Updated - - -


    ταλάντωση oscillation
    ταλάντωση vibration
    ταλάντωση συντονισμού resonant vibration
    τάση stress
    ταχύτητα αναφοράς reference velocity
    ταχύτητα ανεμορριπής gust speed
    ταχύτητα ανέμου wind speed
    ταχύτητα ανέμου windiness
    ταχύτητα απόκλισης του ανέμου divergence wind velocity
    τελείωμα finish
    τελική πίεση net pressure
    τελική πίεση ανέμου net wind pressure
    τέμνουσα shear force
    τετραγωνική ρίζα μέσων root-mean-square
    τετράρριχτη στέγη hipped roof
    τέφρα (πεπάλη) fly ash
    τέφρα φίλτρου λιγνίτη (παιπάλη λιγνίτη) lignite filter ash
    τεχνητή πέτρα (οπτόλινθος, τούβλα) manufactured stone
    τεχνική έκθεση design brief
    τεχνική προδιαγραφή specification
    τεχνική προδιαγραφή technical specigication
    τεχνουργία workmanship
    τιμές σε πλαίσιο boxed
    τιμές συνδυασμού combination values
    τιμή σχεδιασμού design value
    τιμή σχεδιασμού τέμνουσας design shear force
    τιμή-στόχος target value
    τοιχία υπογείου basement walls
    τοίχοι υπογείων basement walls
    τοιχοποιία brickwork
    τοιχοποιία masonry
    τοίχος αντιστήριξης retaining wall
    τομέας section
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 28
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    τομή section
    τόξο arc
    τόξο arch
    τοπική αστοχία local failure
    τοπογραφία topography
    τραχύτητα roughness
    τρεις ευθείες trilinear line
    τριβή friction
    τρισδιάστατος spatial
    τρίμματα διογκωμένα crushed foamed
    τριμμένα τούβλα crushed brick
    τροποποίηση alteration
    τροποποίηση amendment
    τροποποίηση modification
    τρούλος dome
    τροχιά trajectory
    τσιμέντο cement
    τσιμεντοκονίαμα cement mortar
    τυπική αξιοπιστία formal reliability
    τυπική απόκλιση standard deviation
    τύποι formulae
    τύποι προς χρήση operational formulae
    τυποποιημένη μορφή format
    τυποποιητικές παραπομπές normative references
    τύπος type
    τύπος κατασκευής type of construction
    τύρβη turbulence
    τυρβώδης άνεμος turbulent wind
    τυρβώδης ροή turbulence
    τύρφη peat
    τυχαία επίδραση accidental action
    τυχαία μεταβλητή random variable
    τυχαίο φορτίο accidental load
    τυχηματικές καταστάσεις accidental situations
    τυχηματική δράση accidental action
    τυχηματική κατάσταση accidental situation
    υαλότουβλο, κενό glass block, hollow
    υγρασία humidity
    υγρασία moisture
    υλικά και είδη τοιχοποιίας masonry units
    υλικά κτιρίων building materials
    υλικό ζελατίνης cellulosic material
    υπέρβαση exceedance
    υπερεπένδυση overcladding
    υπερπίεση overpressure
    υπερστατικά μέλη statically indeterminate members
    υπερυψωμένη κατασκευή pointlike structure
    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 29
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    υπερύψωση superelevation
    υπήνεμη επιφάνεια downwind face
    υπήνεμος leeward
    υπόγεια ύδατα ground-water
    υπόδειγμα model
    υπο-ετήσιος sub-annual
    υπολείμματα από υψικάμινο blust furnace slag
    υπολογισμός calculation
    υποπίεση suction
    υποστύλωμα column
    υποχώρηση settlement
    υποχώρηση στηρίξεως settlement
    υψηλή θερμοκρασία elevated temperature
    υψόμετρο altitudes
    ύψος φλόγας flame height
    φαινόμενα περιδινήσεις vortex shedding
    φαινόμενο συγχρονισμού synchronising effect
    φαινόμενο τύπου Venturi funelling effect
    φανοστάτης arc lamp
    φάσματα spectra
    φασματική ανάλυση modal analysis
    φασματική πυκνότητα spectral density
    φέρον στοιχείο load carrying part
    φέρον στοιχείο structrural element
    φέρουσα ικανότητα load-bearing capacity
    φέρουσα κατασκευή structure
    φέρων οργανισμός load-bearing elements
    φέρων οργανισμός structrural system
    φέρων στοιχείο load bearing element
    φλόγα flame
    φορτίο load
    φορτίο ανέμου wind load
    φορτίο γαιών earth load
    φορτίο κόπωσης fatigue load
    φορτίο κυκλοφορίας traffic load
    φορτίο κυματισμού wave load
    φορτίο πυρκαγιάς fire load
    φορτίο σύντομης χρονικής διάρκειας short term load
    φορτίο χιονιού snow load
    φορτίο χώματος earth load
    φόρτιση ανεμορριπής gust loading
    φόρτωση πάγου ice loading
    φράκτης (εμπόδιο) barrier
    φράκτης χιονιού snow fence
    φράχτης fence
    φράχτης ασφαλείας safety barrier
    φύλλο plane
    ----------------------------------------------------------------------------------------------
    ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 30
    Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
    φύλλο ply
    φύλλο ακρυλικού acrylic sheet
    φύλλο προϊόντων ξύλου wood-based panel
    φυσικές εναποθέσεις διαφόρων σχημάτων natural deposition patterns
    φυσική γωνία στηρίξεως angle of repose
    φυσική κλίση natural slope
    φυσική ξυλεία solid timber
    φυσική ξυλεία πλανισμένη solid timber planed
    φυσική ξυλεία πριστή solid timber sawn
    φυσική ξυλεία στρογγυλή solid timber in pole form
    φυσική πέτρα (λιθοδομή) natural stone
    χαλαρό υλικό loose material
    χαλαρός (ασύνεκτος) loose
    χαλίκι gravel
    χάλυβας steel
    χαμηλός low
    χαρακτηριστική τιμή characteristic value
    χάρτης map
    χάρτης ίσων τιμών contour map
    χειροτέρευση deterioration
    χιόνι με ακανόνιστο σχήμα irregular shape of snow
    χιονόπτωση snowfall
    χιονοστιβάδα deposit of snow
    χρόνος λειτουργίας service life
    χύμα bulked
    χύμα in bulk
    χυτοσίδηρος cast iron
    χυτοσίδηρος (κ. μαντέμι) iron, cast
    χώμα earth
    ψαθυρός britile
    ώθηση γαιών earth pressure-

  12. (επάνω) - Ανάρτηση #12
    Μηχανικός
    Πολιτικός Μηχανικός
    Το μέλος Ubiquites δεν έχει Αβατάριο

    Εγγραφή
    14.10.2013
    Αναρτ.
    65
    Εύσημα

    έδωσε
    0
    έλαβε
    3
    Αρχεία

    Λήψεις
    10
    Ανέβασε
    0

    Προεπιλογή

    Φοβερό!!! Δεν μπορείς να φανταστείς ότι πήγα και πλήρωσα να μου μάθουν την ορολογία του Πολιτικού Μηχανικού στα αγγλικά ενώ ήταν όλα και περισσότερα εδώ! Αν άξιζε σε κάτι βέβαια η επένδυση ήταν ότι έμαθα την προφορά των λέξεων.

  13. Ευχαριστούν οι:


Παρόμοια θέματα

  1. Μικρό ευρετήριο για θέματα νομοθεσίας σε θέματα υγιεινής και ασφάλειας στα έργα
    Από το μέλος SMBD στη θεματική κατηγορία Υγιεινή και Ασφάλεια
    Απαντήσεις: 6
    Τελευταία Ανάρτηση: 02.07.2013, 17:31
  2. Εφαρμογή ευρωκωδίκων και Ελληνικά λογισμικά
    Από το μέλος dn102 στη θεματική κατηγορία Στατικά
    Απαντήσεις: 30
    Τελευταία Ανάρτηση: 29.12.2012, 08:57
  3. Δημοσιεύσεις ( Ελληνικά, Διεθνή γλώσσα)
    Από το μέλος Pappos στη θεματική κατηγορία Μεταλλικά
    Απαντήσεις: 0
    Τελευταία Ανάρτηση: 23.01.2010, 11:43
  4. Λεξικό Οικοδομικών Όρων
    Από το μέλος mred-akias στη θεματική κατηγορία Οικοδομική
    Απαντήσεις: 6
    Τελευταία Ανάρτηση: 20.11.2009, 10:17

Τα Δικαιώματα σας

  • Δεν μπορείτε να αναρτήσετε νέα θέματα
  • Δεν μπορείτε να απαντήσετε
  • Δεν μπορείτε να επισυνάψετε αρχεία
  • Δεν μπορείτε να επεξεργαστείτε τις αναρτήσεις σας
  •